ΣΦΟΥΓΓΑΡΙ ΚΑΙ ΣΦΟΥΓΓΑΡΑΔΕΣ

Από The Stelios Files

Η σπογγαλιευτική δραστηριότητα στα νησιά του Αρχιπελάγους δια μέσου των αιώνων

Χάνεται στα βάθη του χρόνου η γνωριμία μας με το σφουγγάρι και τη σπογγαλιευτική δραστηριότητα. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα βάζει ένα σφουγγάρι στα χέρια του θεού Ηφαίστου, ο οποίος καθαρίζει μ’ αυτό το πρόσωπο, τα χέρια και το δασύτριχο στήθος του πριν φορέσει το χιτώνα του. Στην Οδύσσεια οι υπηρέτες του ανακτόρου του Οδυσσέα καθαρίζουν με «πολύτρυπα» σφουγγάρια τα βασιλικά τραπέζια μετά τα σπάταλα γεύματα των μνηστήρων της Πηνελόπης.

Ο Αριστοτέλης παρατήρησε ότι τα σφουγγάρια έχουν αίσθηση και υποστήριξε ότι πρόκειται για ζώα. Ο Πλίνιος και ο Αιλιανός ισχυρίζονται ότι τα σφουγγάρια αποτελούν ενδιάμεση βαθμίδα μεταξύ φυτών και ζώων. Το σφουγγάρι, όπως αναφέρουν Ρωμαίοι και Βυζαντινοί συγγραφείς, χρησιμοποιείτο για ποικίλες καθημερινές ανάγκες. Στη γραφή, στη ζωγραφική, στην ιατρική και φαρμακευτική, αλλά και στο στρατό, για την προστασία των πολεμιστών από την τριβή των θωράκων και των περικνημίδων.

Η χρήση του στη θεία λατρεία από τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού φέρνει στο νου την τραγική σκηνή από τη σταύρωση του Χριστού. Ο Ρωμαίος στρατιώτης βρέχει με σφουγγάρι βουτηγμένο σε χολή και όξος τα χείλη του Θεανθρώπου. Ο αρχαίος συγγραφέας Οππιανός (2ος μΧ. αι) στο ποίημά του «αλιευτικά» αναφέρεται στη σπογγαλιεία και τους σφουγγαράδες, χρησιμοποιεί δε τις ονομασίες σπογγεύς, σπογγοθήρας, και σπογγοτόμος για τον αλιέα που εξασκεί τη «σπογγοθηρική».

Την περίοδο του μεσαίωνα πρώτοι καταναλωτές σπόγγων φαίνεται ότι υπήρξαν οι Φράγκοι, κατακτητές στο Αιγαίο και στην ανατολή επί αιώνες. Μετά την εκδίωξή τους διέδωσαν τη χρήση του σφουγγαριού στην Ευρώπη, ενώ η Βενετία υπήρξε το πρώτο σπογγεμπορικό κέντρο.

«Από τη σύντομη αυτή αναδρομή είναι φανερό ότι το σφουγγάρι παραγόταν κυρίως στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Όταν η ζήτησή του αυξήθηκε κατακόρυφα, αναζητήθηκε σε πολλές θάλασσες του πλανήτη. Σφουγγάρια άρχισαν να αλιεύονται στην Καραϊβική και κυρίως στις ακτές της Φλώριδας και της Κούβας. Όμως η υφή τους είναι πλαδαρή, η συνεκτικότητά τους χαλαρή και υστερούν σε ανθεκτικότητα σε σχέση με τα μεσογειακά. Σπογγαλιεία γίνεται επίσης στις ακτές της Μαδαγασκάρης, στον κόλπο της Βεγγάζης και στις Φιλιππίνες. Η ποιότητα όμως των αλιευμάτων είναι κατώτερη και εκείνης των αμερικανικών.

Ήταν φυσικό λοιπόν η σπογγαλιεία να ακμάσει κυρίως στην ανατολική Μεσόγειο όπου υπήρχαν τα καλυτέρα σπογγοφόρα πεδία και τα καλύτερης ποιότητας σφουγγάρια. Επάγγελμα σκληρό και επικίνδυνο, έγινε «προνόμιο» των άγονων νησιών του Αιγαίου και των φτωχών παράκτιων περιοχών. Στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν η πειρατεία άρχισε να τίθεται υπό έλεγχο, δημιουργήθηκαν σιγά σιγά τα σπουδαιότερα σπογγαλιευτικά κέντρα της Μεσογείου. Αυτά ήταν οι νότιες Σποράδες (τα σημερινά Δωδεκάνησα) με τα σημαντικότερα κέντρα την Κάλυμνο και τη Σύμη, αλλά και τη Χάλκη και το Καστελλόριζο. 

Από το 1840 περίπου οι Καλύμνιοι, οι Συμιακοί, οι Υδραίοι και οι Αιγινήτες σφουγγαράδες ανακαλύπτουν τα πλούσια σπογγοφόρα πεδία της Β. Αφρικής. Τώρα, οι τόποι ψαρέματος ξεκινούν από την Αδριατική, απλώνονται σε ολόκληρο το Αιγαίο, στην Καραμανία, στην Κύπρο, στη Συρία, στα Αιγυπτιακά παράλια (Μανδρούχα), την Κυρηναϊκή (Βεγγάζη) και με τα μικρά νησιά Λαμπεδούσα και Παντελλαρία κλείνει ο κύκλος των σπογγαλιευτικών πεδίων στις ακτές της Σικελίας και της Σαρδηνίας».

Οι πρώτοι έμποροι αγόραζαν, επεξεργάζονταν τα σφουγγάρια και τα πουλούσαν στους δρόμους ως γυρολόγοι. Τους πρωτοσυναντάμε στη Σύρα, τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη και από εκεί στην Οδησσό, στο Κίεβο, στη Μόσχα και στην Πετρούπολη.

Όταν στα μέσα του 19ου αιώνα η Τεργέστη έγινε διακομιστικό κέντρο μεταξύ Μέσης Ανατολής και Ευρώπης, ήταν επόμενο να γίνει και το κέντρο διακίνησης των σφουγγαριών προς την Κεντρική Ευρώπη. Πρωτοπόροι στη διάδοση της χρήσης των σφουγγαριών στη βιομηχανική Βόρειο Ιταλία και στην Αυστροουγγαρία αναφέρονται οι Καλύμνιοι σπογγέμποροι Θεόφιλος Κουτρούλης και Μιχαήλ Τουλουμάρης.

Η βιομηχανική επανάσταση στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη και λίγο αργότερα στην Αμερική προκάλεσε απότομη αύξηση της ζήτησης των σφουγγαριών. Τα σφουγγάρια χρησιμοποιούνται τώρα στις μηχανές. Στις οικοδομικές εργασίες, στην αγγειοπλαστική, στις πορσελάνες και στην αυτοκινητοβιομηχανία.

Δημιουργούνται αξιόλογοι εμπορικοί οίκοι στην Αίγινα, στην Ύδρα, στην Κάλυμνο και στη Σύμη, οι οποίοι διακινούν τη σπογγοπαραγωγή προς τις βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης και την Αμερική. Ο σπογγεμπορικός οίκος «Βουβάλη», που ίδρυσε ο Καλύμνιος έμπορος Νικόλαος Βουβάλης, με έδρα το Λονδίνο και παραρτήματα σε όλες τις βιομηχανικές χώρες του κόσμου, αναδεικνύεται επί έναν αιώνα (1884—1984) ο μεγαλύτερος στο είδος του.

1 Καταδυτικές συσκευές

Η αυξημένη ζήτηση σφουγγαριών είχε ως αποτέλεσμα να δοκιμαστεί στη σπογγαλιεία το σκάφανδρο στη δεκαετία του 1860. Πολύ αργότερα εμφανίζονται και άλλες καταδυτικές συσκευές, όπως το Φερνέζ και μεταπολεμικά ο ναργιλές και η αυτόνομη κατάδυση με μποτίλιες.

Η εισβολή των καταδυτικών εργαλείων στη σπογγαλιεία είχε ως συνέπεια την υπερβολική αύξηση των θυμάτων στους σφουγγαράδικους πληθυσμούς. Ο γυμνός σφουγγαράς του χθες που αντιμετώπιζε διάφορους κινδύνους στο βυθό (καρχαρίες, τραυματισμούς, ατυχήματα). Τώρα, ως δύτης με σκάφανδρο, έχει έναν πρόσθετο εχθρό, τη νόσο των δυτών, όπως είναι γνωστή η νόσος που προκαλείται από την αύξηση των φυσαλίδων αζώτου στον οργανισμό λόγω των μεταβολών της υδροστατικής πίεσης.

Πολλοί ήταν οι νεκροί από ασφυξία και ακόμη περισσότερα τα θύματα με μερική ή ολική παράλυση λόγω άγνοιας των κανόνων κατάδυσης και παρατεταμένης παραμονής σε μεγάλα βάθη.

Η χρήση των καταδυτικών συσκευών και η συνεπακόλουθη υπεραλίευση οδήγησαν στην αποψίλωση των βυθών από τα σφουγγάρια. Τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα τα σπογγοφόρα πεδία του Αιγαίου έχουν πια μειωθεί σημαντικά, με αποτέλεσμα τη μείωση των ασχολούμενων με τη σπογγαλιεία παράκτιων και νησιωτικών πληθυσμών. Όσοι σφουγγαράδες δεν μπορούν να αλλάξουν επάγγελμα αναζητούν καλύτερη τύχη ως μετανάστες στις ακτές της Φλώριδας.

Ταυτόχρονα, οι αλλαγές στον πολιτικό χάρτη της Μεσογείου έχουν ως συνέπεια, μετά το 1910, τα αφρικανικά παράλια να μην είναι πλέον τουρκικά, αλλά και ιταλικά. Οι Αιγινήτες και οι Υδραίοι σφουγγαράδες με σοβαρά εμπόδια στις μετακινήσεις τους προς την Αφρική, φθίνουν.

Αντίθετα, η Κάλυμνος και η Σύμη, που από το 1912 είναι υπό ιταλική κατοχή, έχουν ελεύθερη την πρόσβαση στις λιβυκές θάλασσες. Παρά τους εκπατρισμούς πολλών νησιωτών λόγω των σκληρών καταπιεστικών μέτρων που εφαρμόζει η Ιταλία στα Δωδεκάνησα, η Κάλυμνος και η Σύμη παίρνουν πλέον τα ηνία της σπογγαλιείας κατά το πρώτο τέταρτο του αιώνα μας.

2 Μαρασμός

Μετά τις καταστροφές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Κάλυμνος θα ανασυγκροτήσει το στόλο της και θα παραμείνει μοναδική σπογγαλιευτική δύναμη. Η Σύμη βρίσκεται σε καθοδική πορεία και τη δεκαετία του ‘60 παύει κάθε σπογγαλιευτική δραστηριότητα στο νησί.

Στα μεταπολεμικά χρόνια η μέση ετήσια συγκομιδή σφουγγαριών της Καλύμνου αντιπροσωπεύει τα δύο τρίτα της πανελλήνιας παραγωγής και εξάγεται ολόκληρη προς την Ευρώπη και την Αμερική με σημαντικό συναλλαγματικό όφελος για την πατρίδα μας.

Μετά το 1970 όμως, αρχίζει ο μαρασμός της σπογγαλιείας και στην Κάλυμνο. Τα αφρικανικά παράλια εθνικοποιούνται και δεν υπάρχει πρόσβαση στα σπογγαλιευτικά τους πεδία. Παράλληλα, το τεχνητό σφουγγάρι αναβαθμίζεται ποιοτικά και αντικαθιστά το φυσικό σε όλες σχεδόν τις χρήσεις του και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, το 1986 μια πολύ σοβαρή ασθένεια των σφουγγαριών καταστρέφει τα μεσογειακά αλιευτικά πεδία. Ωστόσο, η ασθένεια δείχνει να έχει κάνει τον κύκλο της, όπως προκύπτει από την ανάκαμψη των σπογγαλιευτικών πεδίων κατά τα τελευταία χρόνια, γεγονός που ενισχύει τις ελπίδες για αναζωογόνηση της σπογγαλιείας στο εγγύς μέλλον.

3 Πηγή

Γιάννης Πατέλλης – από το ένθετο «Επτά Ημέρες» της Καθημερινής 13/9/1998