ΣΦΟΥΓΓΑΡΙΑ - ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΟ

Από The Stelios Files
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.

Τρόποι κατεργασίας των σφουγγαριών, δίκτυο διακίνησης και εμπορικοί οίκοι

Η επεξεργασία του σφουγγαριού αρχίζει αμέσως μετά την εξαγωγή του από τη θάλασσα πάνω στο πλοίο, διότι το ζώο πεθαίνει πολύ γρήγορα και η αποσύνθεση που ακολουθεί διαλύει τις ίνες σπογγίνης με αποτέλεσμα την καταστροφή του σφουγγαριού ως εμπόρευμα. Με επανειλημμένο ποδοπάτημα και πλύσιμο με θαλασσινό νερό αφαιρείται το μεγαλύτερο τμήμα της μεμβράνης, το σώμα του ζώου - το «γάλα» του σφουγγαριού. Αφαιρούνταν επίσης εγκλωβισμένα ξένα σώματα, όπως άμμος, πέτρες, αλλά και διάφορα μικρόζωα, καρκινοειδή και οστρακοειδή που συμβιώνουν με το σφουγγάρι και περιέχονται σε αυτό. Τα σφουγγάρια αφήνονται στον ήλιο κάτω από λινάτσα να «πεθάνουν» και επαναλαμβάνεται η ίδια διαδικασία με ποδοπάτημα, πλύσιμο και κτύπημα με πλατιά κόπανα, συνήθως κολεούς από κλάδους φοίνικα, που έχουν πλατιά και λεία επιφάνεια προς αποφυγή «τραυματισμών» των σφουγγαριών.

Περασμένα σε αρμαθιές («σχοινιά») ρίχνονται στη θάλασσα τη νύχτα, όπου με τον κυματισμό και τα ρεύματα ξεπλένονται από το υπόλοιπο «γάλα», τα υπολείμματα της μεμβράνης και τα εναπομείναντα ξένα σώματα. Ανασύρονται το πρωί και αν είναι αναγκαίο επαναλαμβάνεται η ίδια διαδικασία μέχρι να καθαρίσουν καλά. Στη συνέχεια, στύβονται και απλώνονται να στεγνώσουν στον ήλιο σε κάποια παραλία ή στα ξάρτια του πλοίου («λιάστρες»).

Μετά το στέγνωμα πακετάρονται σε σακιά και αποθηκεύονται στο σκάφος. Αρκετές φορές είναι απαραίτητο να ξαναβραχούν τα σφουγγάρια και να στεγνώσουν, για να μην «ανάψουν», γιατί με την υγρασία του ατμοσφαιρικού αέρα μπορεί να προσβληθούν από μικροοργανισμούς, και να πάρουν το χρώμα της σκουριάς. Αυτό τα καθιστά λιγότερο ανθεκτικά και κατώτερης ποιότητας, μέχρι και εντελώς άχρηστα.

Πολλές φορές, ανάλογα με τις γνώσεις του πληρώματος και τον διαθέσιμο χρόνο, γίνεται στο πλοίο πρόχειρο («καπετανίστικο») ψαλίδισμα και κατάταξη σε κατηγορίες («σορτίρισμα»), προκειμένου να επιτευχθεί υψηλότερη τιμή πώλησης. Με την επιστροφή του πλοίου, τα σφουγγάρια και πάλι απλώνονται, όχι τόσο για στεγνώσουν, όσο για να επιδειχθεί η «παρτίδα» στους ενδιαφερόμενους εμπόρους. Οι τελευταίοι θέλουν να έχουν μια συνολική εικόνα του αλιεύματος, το οποίο μετά τις απαραίτητες διαπραγματεύσεις πωλείται και αγοράζεται ως ενιαίο σύνολο, από το οποίο δεν επιτρέπονται οι επιλογές, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Στις διαπραγματεύσεις και το «κλείσιμο» της συμφωνίας συμμετέχουν και τα πληρώματα, εφόσον δικαιούνται «μερίδιο» στο εμπόρευμα.

Στα σπογγαλιευτικά κέντρα της Φλώριδας, όπου τα σφουγγάρια και οι συνθήκες αλίευσης και αγορών είναι εντελώς διαφορετικά, η επεξεργασία είναι πιο απλή. Τα σφουγγάρια αφήνονται να καθαριστούν από τη θάλασσα μέσα σε καλαμένια περιφράγματα, τα «crawls» και οι «παρτίδες» πωλούνται σε δημόσιους πλειστηριασμούς.

1 Χημική επεξεργασία

Οι έμποροι μεταφέρουν τα σφουγγάρια στις «αποθήκες» τους, που ουσιαστικά είναι τα εργαστήρια της περαιτέρω επεξεργασίας. Εκεί χωρίζονται σε κατηγορίες, ποιότητες και μεγέθη, ψαλιδίζεται η βάση τους (ποτέ η «κόμη»). Επίσης, κατηγοριοποιούνται ανάλογα με την επεξεργασία που θα υποστούν, σύμφωνα με τις παραγγελίες των αγοραστών.

Αρχικά τοποθετούνται σε διάλυμα υδροχλωρικού οξέος για να διαλυθούν τα διάφορα στερεά σώματα που περιέχουν, πέτρες, κελύφη κ.λπ. Για την πλήρη εξουδετέρωση του οξέος αυτού, που σκουραίνει τα σφουγγάρια και τα κάνει σκληρά, ύστερα από επανειλημμένες πλύσεις, βαπτίζονται σε διάλυμα καυστικής ποτάσας ή σόδας, με το οποίο αποκτούν και πάλι ελαστικότητα και απαλότητα. Αναλόγως των παραγγελιών, ορισμένες παρτίδες για να αποκτήσουν μεγαλύτερη λεύκανση βαφτίζονται σε υπερμαγγανικό οξύ, για την εξουδετέρωση του οποίου υποχρεωτικά ακολουθεί πλύσιμο με διάλυμα θειικού οξέος, το οποίο τα μαλακώνει. Ύστερα από πολλές πλύσεις, μέχρι να βγει από το σφουγγάρι καθαρό νερό, ένα πλύσιμο σε πολύ αραιό διάλυμα καυστικής σόδας αποδίδει στο σφουγγάρι την ελαστικότητά του, την απαλότητα, αλλά και την καλύτερη εμφάνιση. Όσο όμως μεγαλύτερη επεξεργασία υφίσταται, τόσο περισσότερο το ύφασμά του «αδυνατίζει».

2 Ακμή - εμπορικοί οίκοι

Στις αρχές του 19ου αιώνα οι γενικότερες συνθήκες της εποχής δεν ευνοούσαν τη μεγάλη ανάπτυξη του εμπορίου των σφουγγαριών. Η χρήση του ήταν περιορισμένη στην οικιακή και σωματική καθαριότητα. Η παραγωγή του λόγω της αλίευσης από γυμνούς δύτες επίσης περιορισμένη και το κόστος του υψηλό. Από τα μέσα όμως του 19ου αιώνα η αυξημένη ζήτησή του για χρήσεις της βιομηχανοποιημένης πλέον Ευρώπης, σε συνδυασμό με τη μεγαλύτερη παραγωγή λόγω ευρύτερης χρήσης του σκάφανδρου στην αλίευση του, προκάλεσαν μια πραγματική επανάσταση.

Τα σπογγαλιευτικά κέντρα πολλαπλασιάζονται. Όλα σχεδόν τα Δωδεκάνησα, καθώς και πολλά νησιά ή παράλια της ελεύθερης Ελλάδας, όπως η Ύδρα, ο πόρος, η Αίγινα, η Σαλαμίνα, η Ερμιόνη, το Τρίκερι και η Λήμνος, παράγουν σφουγγάρια με διάφορες μεθόδους. Όλα τα σπογγαλιευτικά κέντρα ευημερούν και, κυρίως, η Κάλυμνος και η Σύμη που γνωρίζουν μια «χρυσή» περίοδο, καθώς η παραγωγή, επεξεργασία και εμπορία του σφουγγαριού ανάγεται σε πραγματική βιομηχανία με μεγάλο αριθμό απασχολούμενων εργατών, τεχνιτών και εμπόρων του είδους.

Οι παλιοί πλανόδιοι μικροπωλητές σφουγγαριών θα μετατραπούν σε εμπόρους που θα αναπτύξουν εμπορικούς οίκους, όπως των κ. Λουγγή, κ. Βογιατζή, Μπράου Σταματέλου και Γρέζβουελ στην Αίγινα, Βογιατζή, Πετρίδη, Κατριού και Μαγκλή στη Σύμη, Βερβενιώτη, Νευρούζου, Τσιγκάρη, Καλογιάνη και Θεριακόπουλου στην Ύδρα, Αλεξιάδη, Δράκου, Κόκκινου, Κουρεμέτη, Κουντούρη, Λαζάρου, Μαγκλή και Οικογένεια Ολυμπίτη στην Κάλυμνο.

Ιδιαίτερα όμως οι Καλύμνιοι έμποροι επιδόθηκαν στο διεθνές εμπόριο εγκατασταθέντες σε ξένες πρωτεύουσες και μεγαλουπόλεις, όπως οι οίκοι των Κόκκινου (Άμστερνταμ), Διαμαντή και Κουρεμέτη (Βιέννη), Αφών ζερβού (Βρυξέλλες), Α. Μάγκου (Λειψία), Αφών βουβάλη (Λονδίνο), Αλεξιάδη και Μπολαφέντη (Μαδρίτη), θ. Ζερβού (Μόναχο), Α. Μπιλλήρη και Γ. Σκουμπουρδή (Μόσχα), Αφών Πατέλλη (Οδησσός), Ι. Πουγούνια και Ι. Τηλιακού (Μόσχα), Τσάππου και Θεοδωρίδη (Στοκχόλμη), Ν. Κωλέττη (Στουτγάρδη), Θ. Κουτρούλη (Τεργέστη), Αφών Ηλιάδη (Τεργέστη), Αφών Τουλουμάρη (Λιβόρνο), και Μ. Πελεκάνου (Καλκούτα), με κορυφαίο το «βασιλέα των σπόγγων» Νικόλαο Βουβάλη, ο οποίος με κεντρικό κατάστημα στο Λονδίνο, υποκαταστήματα στην Κάλυμνο, Ύδρα, Αθήνα, Παρίσι και Μπαχάμες, δημιούργησε ένα τεράστιο οικονομικό συγκρότημα, αλλά και διέθετε μεγάλα χρηματικά ποσά για πολλά κοινωφελή έργα στην πατρίδα του.

Με την είσοδο της αμερικανικής παραγωγής της περιοχής Φλόριδας και ιδιαιτέρα του Τάρπον Σπρινγκς, το οποίο αποικίστηκε κυριολεκτικά από Δωδεκανήσιους δύτες με τις οικογένειές τους στις αρχές του 1900, το διεθνές σπογγεμπόριο πήρε μια νέα διάσταση, με νέες πολύ μεγάλες ποσότητες κατά πολύ φθηνότερου σφουγγαριού.

3 Παρακμή

Στη ραγδαία αυτή ανοδική πορεία του σπογγεμπορίου ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε καταστροφικός. Όλες οι ευρωπαϊκές αγορές έκλεισαν και τα σπογγαλιευτικά κέντρα γνώρισαν την ανεργία, την πείνα και την ερήμωση με την προσφυγιά και τη μετανάστευση. Το διάστημα του μεσοπολέμου, όσα κέντρα κατάφεραν να επιβιώσουν, συνέχισαν τις προσπάθειες, αλλά ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος προκάλεσε νέα, μεγαλύτερη καταστροφή. Στη μεταπολεμική Ελλάδα, η σπογγαλιευτική και σπογγεμπορική δραστηριότητα περιορίζεται μόνο στην Κάλυμνο, αφού τα άλλα δύο νησιά, η Ύδρα και η Σύμη, μόνο γιο λίγα χρόνια μπόρεσαν να συνεχίσουν και οι στόλοι τους διαλύονται.

Αλλά και για την Κάλυμνο που επιμένει να αναζητεί το σφουγγάρι, τα πράγματα δεν είναι ρόδινα. Το συνθετικό σφουγγάρι κατακλύζει τις αγορές πάμφθηνο και τα σπογγαλιευτικά πεδία περιορίζονται με τις απαγορεύσεις ή τους βαρείς όρους που επιβάλλουν τα μεσογειακά κράτη στα παράλιά τους. Τα πολυπρόσωπα και πολυέξοδα συγκροτήματα των σκάφανδρων δεν αντέχουν και σιγά σιγά το ένα μετά το άλλο διαλύονται το τελευταίο συγκρότημα θα δουλέψει στα νερά της Λιβύης μέχρι την επανάσταση του Καντάφι και από το 1970 η σπογγαλιεία του σκάφανδρου αποτελεί παρελθόν.

Αλλά για τους Καλύμνιους το σφουγγάρι είναι έρωτας. Δεν το εγκαταλείπουν και μόνοι τώρα το αναζητούν με ευέλικτα μικρά σκάφη και με τον ελαφρό εξοπλισμό του «ναργιλέ» οργώνουν σχεδόν όλη την μεσόγειο. Το 1986 όμως, μια νέα συμφορά θα πλήξει την σπογγαλιεία. Η αρρώστια των σφουγγαριών, που κατ’ επανάληψη στο παρελθόν έπληξε τις περιοχές της Φλόριδας, θα εξαπλωθεί και θα καταστρέψει όλα τα σφουγγάρια της μεσογείου. Οι Καλύμνιοι σφουγγαράδες θα γίνουν ψαράδες και οι έμποροι θα υποχρεωθούν να εισάγουν μεγάλες ποσότητες των χαμηλής ποιότητας κουβανικών ή και φιλιππινέζικων σφουγγαριών για να επιβιώσουν, ενώ μερικοί θα ασχοληθούν παράλληλα και με την μεταποίηση και εμπόριο των συνθετικών. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ανάκαμψη στα σπογγαλιευτικά πεδία, γεγονός που προδικάζει ευοίωνες προοπτικές για το μέλλον της σπογγαλιείας.

4 Πηγή

Νίκος Γ.Παπάζογλου– από το ένθετο «Επτά Ημέρες» της Καθημερινής 13/9/1998