Ο ΧΑΝΣ ΤΟ ΕΞΥΠΝΟΠΟΥΛΙ

Από The Stelios Files

ΡΩΤΑΕΙ Η ΜΑΝΑ ΤΟΝ ΧΑΝΣ:

-«Πού πας, γιε μου;» Κι ο Χανς αποκρίνεται:

-«Στην Γκρέτελ».

«Καλό δρόμο, Χανς».

-«Ευχαριστώ, μάνα. Καλήν αντάμωση».

-«Καλήν αντάμωση, Χανς».

Κι ο Χανς πάει στην Γκρέτελ.

-«Καλημέρα, Γκρέτελ».

-«Καλημέρα, Χανς. Τι καλό μου φέρνεις;»

-«Δεν φέρνω τίποτα. Μόνος μου ήρθα». Η Γκρέτελ τότε του χαρίζει ένα βελόνι. Ο Χανς τη χαιρετάει.

-«Καλήν αντάμωση, Γκρέτελ».

-«Καλήν αντάμωση, Χανς».

Ο Χανς παίρνει το βελόνι, το χώνει σ’ ένα κάρο γεμάτο άχυρα και μια και δυο ξεκινάει για το σπίτι του.

-«Καλησπέρα, μάνα ».

-«Καλησπέρα, Χανς. Πού ήσουνα;»

-«Είχα πάει στην Γκρέτελ».

-«Τι καλό της πήγες;»

-«Δεν της πήγα τίποτα, εκείνη όμως μού 'δωσε».

-«Τι σού 'δωσε;»

-«Μού 'δωσε ένα βελόνι».

-«Και πού τό 'βαλες;»

-«Τό 'κρυψα στο κάρο με τ’ άχυρο».

-«Είσαι κουτός, Χανς. Έπρεπε να το καρφώσεις στο μανίκι σου».

-«Ε, δεν πειράζει. Την άλλη φορά θα το κάνω».

-«Για πού τό 'βαλες, Χανς;»¨

-«Πάω στην Γκρέτελ, μάνα».

-«Καλό δρόμο, Χανς».

-«Ευχαριστώ, μάνα. Καλήν αντάμωση».

-«Καλήν αντάμωση, Χανς».

Κι ο Χανς πάει στην Γκρέτελ.

-«Καλημέρα, Γκρέτελ».

-«Καλημέρα, Χανς. Τι καλό μου φέρνεις;»

-«Δεν φέρνω τίποτα. Μόνος μου ήρθα».

Η Γκρέτελ τότε του χαρίζει ένα μαχαίρι.

-«Καλήν αντάμωση, Γκρέτελ».

-«Καλήν αντάμωση, Χανς».

Ο Χανς παίρνει το μαχαίρι, το καρφώνει στο μανίκι του και μια και δυο ξεκινάει για το σπίτι.

-«Καλησπέρα, μάνα».

-«Καλησπέρα, Χανς. Πού ήσουνα;»

-«Είχα πάει στην Γκρέτελ».

-«Τι καλό της πήγες;»

-«Τίποτα δεν της πήγα, εκείνη όμως μού 'δωσε».

-«Τι σού 'δωσε;»

-«Ένα μαχαίρι».

-«Και πού τό 'βαλες;»

-«Το κάρφωσα στο μανίκι μου».

-«Είσαι κουτός, Χανς. Έπρεπε να το χώσεις στην τσέπη σου».

-«Ε, δεν πειράζει. Την άλλη φορά θα το κάνω».

-«Για πού τό 'βαλες, Χανς;»

-«Πάω στην Γκρέτελ, μάνα».

-«Καλό δρόμο, Χανς».

-«Ευχαριστώ, μάνα. Καλήν αντάμωση».

-«Καλήν αντάμωση, Χανς».

Κι ο Χανς πάει στην Γκρέτελ.

-«Καλημέρα, Γκρέτελ».

-«Καλημέρα, Χανς. Τι καλό μου φέρνεις;»

-«Δεν φέρνω τίποτα. Μόνος μου ήρθα». Η Γκρέτελ τότε του χαρίζει μια κατσικούλα.

-«Καλήν αντάμωση, Γκρέτελ».

-«Καλήν αντάμωση, Χανς».

Ο Χανς παίρνει την κατσίκα, της δένει τα πόδια και τη χώνει στην τσέπη του. Και μια και δυο ξεκινάει για το σπίτι.

-«Καλησπέρα, μάνα».

-«Καλησπέρα, Χανς. Πού ήσουνα;»

-«Είχα πάει στην Γκρέτελ».

-«Τι καλό της πήγες;»

-«Τίποτα δεν της πήγα, εκείνη όμως μού 'δωσε».

-«Τι σού 'δωσε;»

-«Μια κατσικούλα».

-«Και πού την έβαλες;»

-«Την έχωσα στην τσέπη μου».

-«Είσαι κουτός, Χανς. Έπρεπε να τη δέσεις και να τη σέρνεις πίσω σου».

-"Ε, δεν πειράζει. Την άλλη φορά θα το κάνω».

-«Για πού τό 'βαλες, Χανς;»

-«Πάω στην Γκρέτελ, μάνα».

-«Καλό δρόμο, Χανς».

-«Ευχαριστώ, μάνα. Καλήν αντάμωση ».

-«Καλήν αντάμωση, Χανς ».

Κι ο Χανς πάει στην Γκρέτελ. «Καλημέρα, Γκρέτελ».

-«Καλημέρα, Χανς. Τι καλό μου φέρνεις;»

-«Δεν φέρνω τίποτα. Μόνος μου ήρθα».

Η Γκρέτελ τότε του χαρίζει ένα κομμάτι λαρδί.

-«Καλήν αντάμωση, Γκρέτελ».

-«Καλήν αντάμωση, Χανς».

Ο Χανς παίρνει το λαρδί, το δένει κι αρχίζει να το σέρνει πίσω του. Και μια και δυο ξεκινάει για το σπίτι. Στο δρόμο τα σκυλιά τον παίρνουν καταπόδι και το τρώνε όλο. Κι όταν φτάνει στο σπίτι του, κρατάει το σκοινί χωρίς μπουκιά λαρδί πάνω του.

-«Καλησπέρα, μάνα».

-«Καλησπέρα, Χανς. Πού ήσουνα;»

-«Είχα πάει στην Γκρέτελ».

-«Τι καλό της πήγες;»

-«Τίποτα δεν της πήγα, εκείνη όμως μού 'δωσε».

-«Τι σού 'δωσε;»

-«Ένα κομμάτι λαρδί».

-«Και πού τό 'βαλες;»

-«Τό 'δεσα και τό 'σερνα πίσω μου. Αλλά τό 'φαγαν τα σκυλιά».

-«Είσαι κουτός, Χανς. Έπρεπε να το κουβαλήσεις πάνω στο κεφάλι σου».

-"Ε, δεν πειράζει. Την άλλη φορά το κάνω».

-«Για πού τό 'βαλες, Χανς;»

-«Πάω στην Γκρέτελ, μάνα».

-«Καλό δρόμο, Χανς».

-«Ευχαριστώ, μάνα. Καλήν αντάμωση».

-«Καλήν αντάμωση, Χανς».

Κι ο Χανς πάει στην Γκρέτελ. «Καλημέρα, Γκρέτελ».

-«Καλημέρα, Χανς. Τι καλό μου φέρνεις;»

-«Δεν φέρνω τίποτα. Μόνος μου ήρθα». Η Γκρέτελ τότε του χαρίζει ένα μοσχαράκι.

-«Καλήν αντάμωση, Γκρέτελ».

-«Καλήν αντάμωση, Χανς».

Ο Χανς παίρνει το μοσχαράκι, το βάζει στο κεφάλι του και το μοσχαράκι όλο τον κλωτσάει κατάμουτρα.

-«Καλησπέρα, μάνα».

-«Καλησπέρα, Χανς. Πού ήσουνα;»

-«Είχα πάει στην Γκρέτελ».

-«Τι καλό της πήγες;»

«Τίποτα δεν της πήγα, εκείνη όμως μού 'δωσε».

-«Τι σού 'δωσε;»

-«Ένα μοσχαράκι».

-«Και πού τό 'βαλες;»

-«Τό 'βαλα πάνω στο κεφάλι μου, αλλά μού 'δινε κλωτσιές κατάμουτρα».

-«Είσαι κουτός, Χανς. Έπρεπε να το δέσεις και να το φέρεις να το βάλεις στο παχνί».

-«Ε, δεν πειράζει. Την άλλη φορά θα το κάνω».

-«Για πού τό 'βαλες, Χανς;»-

«Πάω στην Γκρέτελ, μάνα».

-«Καλό δρόμο, Χανς».

-«Ευχαριστώ, μάνα. Καλήν αντάμωση».

-«Καλήν αντάμωση, Χανς».

Κι ο Χανς πάει στην Γκρέτελ. «Καλημέρα, Γκρέτελ».

-«Καλημέρα, Χανς. Τι καλό μου φέρνεις;»

-«Δεν φέρνω τίποτα. Μόνος μου ήρθα». Η Γκρέτελ τότε του λέει:

-«Θά 'ρθω μαζί σου».

Ο Χανς παίρνει την Γκρέτελ, τη δένει μ’ ένα σκοινί, την πάει στο παχνί και την κλείνει μέσα. Ύστερα πάει στο σπίτι του.

-«Καλησπέρα, μάνα».

-«Καλησπέρα, Χανς. Πού ήσουνα;»

-«Είχα πάει στην Γκρέτελ».

-«Τι καλό της πήγες;»

-«Τίποτα δεν της πήγα».

-«Κι η Γκρέτελ τι σού 'δωσε;»

-«Τίποτα δεν μού 'δω σε. Ήρθε μαζί μου».

-«Και πού την άφησες;»

-«Την έδεσα μ’ ένα σκοινί και την έφερα στο παχνί. Την έκλεισα μέσα και της έριξα σανό ,να φάει».

-«Είσαι κουτός, Χανς. Έπρεπε να της κάνεις τα γλυκά μάτια».

-«Ε, δεν πειράζει, θα το κάνω τώρα».

Και πάει στο στάβλο ο Χανς και βγάζει τα μάτια από τις αγελάδες και τα πρόβατα και τα βράζει με μπόλικη ζάχαρη και τα δίνει στην Γκρέτελ να τα φάει. Η Γκρέτελ τότε θυμώνει και σηκώνεται να φύγει.

Αλλά μένει και παντρεύεται τον Χανς.

Πηγή

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ

Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια