Ο ΓΕΝΝΑΙΟΣ ΡΑΦΤΑΚΟΣ

Από The Stelios Files

ΕΝΑ ΠΡΩΙ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ καθόταν ένας μικρός ραφτάκος μπροστά στον πάγκο του, στο παράθυρο, κι ήταν χαρούμενος κι έραβε μ’ όλη του τη δύναμη. Ξάφνου πέρασε μια χωριάτισσα απ’ το δρόμο και φώναζε:

-«Μαρμελάδα! Καλή μαρμελάδα για πούλημα!» Τα λόγια της αντήχησαν γλυκά στ’ αυτί του μικρού ραφτάκου. Έβγαλε λοιπόν το κεφαλάκι του από το παράθυρο και φώναξε:

-«Για ανέβα, μια στιγμούλα, καλή μου γυναίκα! Βρήκες πελάτη για την πραμάτεια σου!» Κι η χωριάτισσα ανέβηκε τρία πατώματα φορτωμένη τα βαριά κοφίνια της κι έβγαλε όλα τα βάζα με τη μαρμελάδα της, να του τα δείξει. Εκείνος τα σήκωσε στο φως, τα κοίταξε καλά - καλά απ’ όλες τις μεριές, έχωσε τη μύτη του και τα μύρισε κι ύστερα είπε:

-«Η μαρμελάδα σου μου φαίνεται καλή. Ζύγισε μου λοιπόν εκατό δράμια, καλή μου γυναίκα. Αλλά κι αν μου βάλεις μισή οκά, θα την πάρω». Η χωριάτισσα, που περίμενε να πουλήσει περισσότερη μαρμελάδα, τού 'δωσε αυτό που της γύρεψε, έφυγε όμως μουτρωμένη, μουρμουρίζοντας.

-«Η μαρμελάδα θα με στυλώσει!», είπε ο ραφτάκος, σαν έμεινε μόνος του. «Ο Θεός να μ’ έχει καλά», πρόσθεσε και έβγαλε το καρβέλι απ’ το ερμάρι του, έκοψε μια χοντρή φέτα ψωμί κι άλειψε πάνω τη μαρμελάδα του.

-«Δεν θα 'ναι διόλου άσχημο», μονολόγησε. «Αλλά πρώτα θα τελειώσω αυτό που ράβω κι ύστερα θα φάω». Ακούμπησε, λοιπόν, τη φέτα δίπλα του και συνέχισε τη δουλειά του. Κι απ’ τη χαρά του έκανε όλο και μεγαλύτερες βελονιές. Αλλά η ευωδιά της μαρμελάδας ανέβηκε κι έφτασε ως τις μύγες, που κάθονταν ψηλά στον τοίχο. Κι η γλυκιά μυρωδιά τις τράβηξε κι ήρθαν σμάρι ολόκληρο και κάθισαν πάνω στη φέτα με τη μαρμελάδα.

-«Ε, εσάς ποιος σας κάλεσε;» φώναξε ο ραφτάκος κι έδιωξε τους ανεπιθύμητους καλεσμένους. Οι μύγες όμως, που δεν καταλάβαιναν την ανθρώπινη μιλιά, δεν εννοούσαν να φύγουν, παρά έρχονταν ξανά και ξανά, ολοένα και περισσότερες. Ο ραφτάκος λοιπόν φουρκίστηκε και φούντωσε απ’ το κακό του. Κι αρπάζοντας ένα κουρέλι από το σάκο του, φώναξε:

-«Καθίστε τώρα και θα δείτε τι θα σας κάνω!» Κι άρχισε να τις χτυπάει αλύπητα. Όταν σταμάτησε και σήκωσε το πανί, μέτρησε από κάτω εφτά σκοτωμένες μύγες κι ούτε μία λιγότερη. «εφτά με την πρώτη!», μονολόγησε ο μικρός ραφτάκος. «Είσαι πολύ γενναίος!», θαύμασε ο ίδιος τον εαυτό του. «Πρέπει να το φωνάξω, να το μάθουν όλη στην πολιτεία!» Και με βιάση έκοψε κι έραψε ένα μικρό ζωνάρι και κέντησε πάνω του με μεγάλα γράμματα: «εφτά με την πρώτη!»

-«Τι λέω: όλη η πολιτεία! Όλη η γη πρέπει να το μάθει!», είπε με το νου του και η καρδούλα του πετάρισε σαν πεταλουδίτσα στη λιακάδα.

Ο ραφτάκος μας λοιπόν φόρεσε το ζωνάρι στη μέση του και ξεκίνησε να φτάσει στα πέρατα του κόσμου, γιατί το ραφτάδικο πια του φαινόταν πολύ μικρό και δεν χωρούσε τόση παλικαριά σαν τη δική του. Πριν φύγει, έψαξε στα ντουλάπια του μήπως βρει τίποτα να πάρει μαζί του. Αλλά δεν βρήκε παρά μονάχα ένα παλιό κεφάλι τυρί και το 'χωσε στο δισάκι του. Μπροστά στην πόρτα του βρήκε κι ένα πουλί, που είχε πιαστεί στ’ αγκάθια των θάμνων. Το πήρε λοιπόν κι αυτό και το 'χωσε στο δισάκι του, πλάι στο τυρί. Και μια και δυο ξεκίνησε για το ταξίδι του. Κι επειδή ήταν σβέλτος στα πόδια κι ανάλαφρος, προχωρούσε ασταμάτητα και κούραση δεν ένιωθε. Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε, έφτασε σ’ ένα βουνό. Κι όταν ανέβηκε στην κορυφή, είδε έναν θεόρατο γίγαντα που καθόταν εκεί με την ησυχία του. Ο ραφτάκος καθόλου δεν φοβήθηκε, παρά τον πλησίασε με θάρρος και του είπε:

-«Καλή σου μέρα, φίλε μου. Ωραία κάθεσαι εδώ κι αγναντεύεις τον απέραντο κόσμο! Εγώ μόλις ξεκίνησα για να φτάσω στην άκρη του. Μήπως θέλεις να έρθεις μαζί μου;

-«Ο γίγαντας έριξε μια ματιά όλο καταφρόνια στο ραφτάκο και του είπε:

-«Χάσου από μπροστά μου, κουρελή!»

-«Αμ δεν ξέρεις με ποιον έχεις να κάνεις!», αποκρίθηκε ο ραφτάκος. Και ανοίγοντας το πανωφόρι του, έδειξε στο γίγαντα το ζωνάρι του. «Διάβασε να δεις τι άντρας είμαι εγώ!» Ο γίγαντας τότε διάβασε: «Εφτά με την πρώτη!», νόμισε πως ο ραφτάκος είχε σκοτώσει εφτά νομάτους με την πρώτη και κοίταξε τον μικροσκοπικό ανθρωπάκο μπροστά του μ άλλα μάτια.

Αποφάσισε όμως να τον δοκιμάσει και παίρνοντας μια πέτρα από κάτω την έστυψε ανάμεσα στα δάχτυλα του, ώσπου έσταξε νερό.

-«Αν είσαι δυνατός, όπως λες», είπε στο ραφτάκο, «κάνε κι εσύ το ίδιο!»

-«Αυτό είναι όλο;» ρώτησε ο ραφτάκος και δίχως να χάσει λεπτό, έβγαλε απ’ το δισάκι του το τυρί και το στύψε, ώσπου έσταξε γάλα. «Δεν έχεις παράπονο!» είπε στο γίγαντα. «Τα κατάφερα καλύτερα κι από σένα!»

Ο γίγαντας τον κοίταζε με το στόμα ανοιχτό και δεν ήξερε τι να πει σ’ αυτό το αλλόκοτο ανθρωπάκι. Πήρε λοιπόν μια πέτρα και την πέταξε τόσο ψηλά που κόντεψαν τη χάσουν απ’ τα μάτια τους.

-«Λοιπόν, κοντοπίθαρε, κάνε κι εσύ το ίδιο!», είπε στο ραφτάκο. «Δεν τα πήγες κι άσχημα», τον παίνεσε ο ραφτάκος. «Αλλά η πέτρα σου ξανάπεσε στη γη. Εγώ θα ρίξω μια που θα φτάσει τόσο ψηλά, ώστε δεν θα ξαναγυρίσει πίσω». Και έβγαλε απ’ το δισάκι του το πουλί και το πέταξε ψηλά στον αέρα. Χαρούμενο το πουλί που ξαναβρήκε την ελευθερία του, πετάρισε και πέταξε ψηλά και δεν ξαναγύρισε.

-«Λοιπόν; Τι λες, φίλε μου;» ρώτησε ο ραφτάκος το γίγαντα.

-«Με τις πέτρες έχεις τον τρόπο σου», παραδέχτηκε ο γίγαντας. «Για να δούμε όμως πώς τα πας με το κουβάλημα!» Κι οδήγησε το ραφτάκο σε μια θεόρατη βελανιδιά, που ήταν πεσμένη κατάχαμα. «Αν είσαι τόσο δυνατός, όσο λες, βοήθησε με να κουβαλήσουμε το δέντρο έξω απ’ το δάσος».

-«Πολύ ευχαρίστως», αποκρίθηκε ο ραφτάκος. «Πάρε εσύ τον κορμό στον ώμο σου κι εγώ θα φορτωθώ τα κλαδιά με τα φύλλα, που είναι και τα πιο βαριά».

Ο γίγαντας πήρε πράγματι τον κορμό στον ώμο του. Ο ραφτάκος όμως έδωσε έναν πήδο και στρογγυλοκάθισε σ’ ένα κλαδί. Κι ο γίγαντας, που δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω και να δει, αναγκάστηκε έτσι να κουβαλήσει ολόκληρο το δέντρο μόνος του και τον μικρό ραφτάκο από πάνω.

Κι ο ραφτάκος μας το διασκέδαζε πολύ το κουβάλημα και σ’ όλο το δρόμο σφύριζε χαρούμενος το τραγουδάκι: «Τρία ραφτάκια φύγανε, των ομματίων τους πήρανε...» Λες και το φόρτωμα δεν τού 'κανε κανέναν κόπο. Ο γίγαντας έσυρε έτσι για κάμποσο δρόμο το διπλό φορτίο του, ώσπου πια δεν άντεχε άλλο και φώναξε:

-«Άκου, θα τ’ αφήσω λιγάκι, να ξεκουραστώ».

Ο ραφτάκος πήδησε αμέσως κάτω, άρπαξε ένα κλαδί με τα δυο του χέρια, σαν να το σήκωνε σ’ όλο το δρόμο, και είπε στο γίγαντα: «Είσαι τόσο ψηλός και μεγαλόσωμος, κι όμως: ούτε ένα δεντράκι δεν μπορείς να κουβαλήσεις!»

Συνέχισαν λοιπόν μαζί το δρόμο τους, ώσπου έφτασαν σε μια φορτωμένη κερασιά. Ο γίγαντας έπιασε την κορφή του δέντρου, όπου ήταν τα καλύτερα, τα μεγαλύτερα και τα πιο ζουμερά κεράσια, τη λύγισε κι έδωσε το κλαδί στο ραφτάκο, για να φάει. Ο δύστυχος αυτός όμως δεν είχε τη δύναμη να κρατήσει το κλαδί, που τινάχτηκε και πάλι ψηλά, παρασέρνοντας μαζί του και το ραφτάκο. Όταν ξανάπεσε στο χώμα, χωρίς να πάθει τίποτα, ο γίγαντας τον ρώτησε:

-«Δε μου λες: πού πήγε η δύναμη σου και δεν μπόρεσες να κρατήσεις το κλαδάκι που σού 'δωσα;»

-«Δεν μού 'λειψε η δύναμη», του απάντησε ο ραφτάκος. «Επίτηδες πήδησα ψηλά, για να γλιτώσω απ’ τους κυνηγούς. Δεν τους άκουσες, που ρίχνουν χαμηλά, μέσα στα δέντρα; Το καλό που σου θέλω, πήδα κι εσύ!»

Ο γίγαντας προσπάθησε να μιμηθεί το ραφτάκο, αλλά δεν τα κατάφερε κι έμεινε κρεμασμένος στα κλαδιά του δέντρου. Και σ’ αυτή τη δοκιμασία λοιπόν ο ραφτάκος τα κατάφερε να βγει ασπροπρόσωπος.

Ο γίγαντας τότε του είπε: «Αφού είσαι τόσο γενναίος και δυνατός, έλα στη σπηλιά μας να περάσεις μαζί μας τη νύχτα σου». Ο ραφτάκος δέχτηκε και τον ακολούθησε. Όταν έφτασαν, βρήκαν κι άλλους γίγαντες καθισμένους γύρω απ’ τη φωτιά. Όλοι τους είχαν από ένα ψητό αρνί στα χέρια τους και το 'τρωγαν. Ο ραφτάκος έριξε μια ματιά ολόγυρα και είπε με το νου του:

-«Αυτό θα πει απλοχωριά, όχι στο ραφτάδικο!»

Ο γίγαντας τού 'δειξε ένα κρεβάτι και τού 'πε να ξαπλώσει και να ξεκουραστεί. Αλλά το κρεβάτι παραήταν μεγάλο για το ραφτάκο μας. Σύρθηκε λοιπόν σε μια γωνίτσα κι εκεί αποκοιμήθηκε. Όταν χτύπησαν μεσάνυχτα, ο γίγαντας σηκώθηκε και θαρρώντας πως ο μικρός ραφτάκος κοιμόταν ύπνο βαθύ, πήρε ένα σίδερο βαρύ κι έσπασε το κρεβάτι στα δυο. Κι έτσι πίστεψε πως καθάρισε μια για πάντα μ’ αυτόν τον ενοχλητικό κοντορεβιθούλη. Την άλλη μέρα το πρωί ξεκίνησαν οι γίγαντες για το δάσος κι είχαν ολότελα ξεχάσει τον μικρό ραφτάκο. Νάσου όμως εκείνος προβάλλει ξάφνου ανάμεσα στα δέντρα, σφυρίζοντας χαρούμενος και τους χαιρετάει. Οι γίγαντες κόντεψαν να πέσουν ξεροί απ’ την τρομάρα τους. Κι αμέσως το 'βαλαν στα πόδια κι όπου φύγει φύγει, μην τους αρπάξει και τους σκοτώσει.

Κι ο ραφτάκος μας συνέχισε το δρόμο του, όπου τον έβγαζε η άκρη και τον οδηγούσε η τύχη του. Αφού περπάτησε πολύ, έφτασε στο παλάτι ενός βασιλιά. Κι επειδή ήταν κουρασμένος, τρύπωσε στην αυλή και ξάπλωσε στο χορτάρι να ξαποστάσει. Την ώρα που κοιμόταν, βγήκαν οι άνθρωποι του βασιλιά, τον είδαν και διάβασαν το κέντημα στο ζωνάρι του: «Εφτά με την πρώτη!»

-«Τι γυρεύει τούτος ο πολεμιστής εδώ, τώρα που έχουμε ειρήνη;» αναρωτήθηκαν. Κι αμέσως έτρεξαν στο βασιλιά τους και του είπαν πως δεν έπρεπε με τίποτα ν’ αφήσει τον άγνωστο πολεμιστή να φύγει γιατί δεν είχαν κανέναν σαν κι αυτόν, για τον πόλεμο. Ο βασιλιάς βρήκε σωστή τη συμβουλή τους κι έστειλε κάποιον απ’ τους ιππότες του να περιμένει το ραφτάκο να ξυπνήσει κι ύστερα να του προτείνει τη θέση του αρχιστράτηγου. Ο απεσταλμένος στάθηκε δίπλα στον κοιμισμένο ραφτάκο και περίμενε, ώσπου αυτός τεντώθηκε κι ανακλαδίστηκε κι άνοιξε τα μάτια του. Και τότε του μήνυσε πως ο βασιλιάς της χώρας ήθελε να τον δει και ζητούσε τη βοήθεια του.

-«Γι’ αυτό ακριβώς ήρθα», αποκρίθηκε ο ραφτάκος. «Είμαι έτοιμος να μπω στη δούλεψη του βασιλιά και να του προσφέρω τις υπηρεσίες μου». Τον δέχτηκαν λοιπόν μ’ όλες τις τιμές και τού 'δωσαν ένα παλάτι για να μένει.

Αλλά οι στρατιώτες του βασιλιά δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι με το ραφτάκο και θα προτιμούσαν να βρίσκονται χιλιάδες μίλια μακριά του. «Τι μας περιμένει», αναρωτιόνταν φοβισμένοι, «αν τσακωθούμε μαζί του; Αυτός θα δώσει μια και θα σκοτώσει με την πρώτη εφτά από μας. Πώς θα τα βγάλουμε πέρα εμείς;» Το σκέφτηκαν λοιπόν, πήραν την απόφαση τους και πήγαν στο βασιλιά και του ζήτησαν την άδεια να φύγουν. «Δεν είμαστε φτιαγμένοι», του εξήγησαν, «για να τα βάζουμε μ’ έναν άντρα που σκοτώνει εφτά νομάτους με την πρώτη».

Ο βασιλιάς πολύ λυπήθηκε που θα 'χανε όλους τους πιστούς στρατιώτες του για χάρη του ραφτάκου. Και βαθιά μέσα του θα προτιμούσε κι αυτός να μην τον είχε συναντήσει ποτέ του. Αλλά δεν τολμούσε να τον διώξει γιατί φοβόταν ότι ο ραφτάκος θα τον σκότωνε κι αυτόν κι όλον το λαό του και θα τού 'παιρνε το θρόνο. Το σκεφτόταν από δω, το σκεφτόταν από κει, τελικά βρήκε μια λύση. Έστειλε και μήνυσε στο ραφτάκο πως αφού ήταν τόσο μεγάλος και γενναίος πολεμιστής, είχε κάτι να του ζητήσει. Στο δάσος της χώρας του ζούσαν δυο γίγαντες, που σκότωναν, έκλεβαν και λήστευαν τους ανθρώπους. Κανείς δεν τολμούσε να τους πλησιάσει χωρίς να κινδυνέψει η ζωή του. Αν λοιπόν ο ραφτάκος κατάφερνε να τους νικήσει και να τους σκοτώσει, τότε ο βασιλιάς θα τού 'δινε τη μοναχοκόρη του για γυναίκα και το μισό του βασίλειο προίκα στο γάμο. Και του υποσχέθηκε εκατό καβαλάρηδες, να πάνε μαζί του και να τον βοηθήσουν.

-«Αυτή είναι μια δουλειά που αξίζει σ’ έναν άντρα σαν κι εμένα!», είπε με το νου του ο μικρός ραφτάκος. «Δεν είναι δα και μικρό πράγμα μια όμορφη βασιλοπούλα και μισό βασίλειο προίκα!»

-«Εντάξει», δέχτηκε. «Θα νικήσω και θα σκοτώσω τους γίγαντες. Και δεν έχω ανάγκη να μου δώσετε εκατό καβαλάρηδες για να με βοηθήσουν. Όποιος μπορεί να ξαπλώσει εφτά με την πρώτη, δεν φοβάται δυο μονάχους τους!»

Ο ραφτάκος λοιπόν ξεκίνησε και οι εκατό καβαλάρηδες τον ακολούθησαν. Όταν όμως έφτασαν στην άκρη του δάσους, γύρισε και τους είπε:

-«Σταθείτε εδώ να με περιμένετε. Θα τα βγάλω πέρα μόνος μου με τους γίγαντες». Και μ’ έναν πήδο βρέθηκε μέσα στο δάσος και άρχισε να περπατάει κοιτάζοντας ολόγυρα. Μετά από λίγο είδε τους δυο γίγαντες: ήταν ξαπλωμένοι κάτω από ένα δέντρο και κοιμόντουσαν. Και ροχάλιζαν τόσο δυνατά που τα κλαδιά πάνωθέ τους έτριζαν. Ο γενναίος ραφτάκος δεν έχασε καιρό: γέμισε και τις δυο τσέπες του με πέτρες και σκαρφάλωσε στο δέντρο. Κι όταν έφτασε στα μισά, κατέβηκε σ’ ένα πλαϊνό κλαδί και βρέθηκε ακριβώς πάνω απ’ τον ένα γίγαντα. Αμέσως άρχισε να του ρίχνει τη μια πέτρα μετά την άλλη. Ο γίγαντας άργησε να το πάρει είδηση. Με τα πολλά όμως ξύπνησε και ταρακούνησε θυμωμένος το σύντροφο του:

-«Γιατί με χτυπάς;»

-«Όνειρα βλέπεις, μου φαίνεται!», του αποκρίθηκε ο άλλος. «Δεν σε χτύπησα».

Ξάπλωσαν πάλι κι αποκοιμήθηκαν. Κι ο ραφτάκος έριξε μια πέτρα στον δεύτερο γίγαντα.

-«Τι κάνεις εκεί; », πετάχτηκε αυτός θυμωμένος και ξύπνησε και το σύντροφο του. «Γιατί με χτυπάς;»

-«Δεν σε χτυπάω», μούγκρισε ο πρώτος γίγαντας. Κι άρχισαν να τσακώνονται. Επειδή όμως ήταν κουρασμένοι, παράτησαν σε λίγο τον καβγά κι έπεσαν πάλι για ύπνο. Ο ραφτάκος ξανάρχισε τότε το παιχνίδι του: διάλεξε την πιο χοντρή και βαριά πέτρα και την έριξε στον πρώτο γίγαντα. Η πέτρα τού 'ρθε κατάστηθα.

-«Ε, αυτό παραείναι!», έβαλε εκείνος τις φωνές κι αρπάζοντας το σύντροφο του άρχισε να τον κοπανάει πάνω στο δέντρο, τόσο που κόντεψε να το ξεριζώσει. Ο άλλος τον πλήρωσε με το ίδιο νόμισμα κι άρχισαν τότε να παλεύουν και να δέρνονται με τόση λύσσα, ξεριζώνοντας δέντρα και θάμνους, ώσπου στο τέλος έπεσαν κι οι δυο νεκροί. Αμέσως πήδησε κάτω κι ο γενναίος ραφτάκος.

-«Ευτυχώς που δεν ξερίζωσαν και το δέντρο όπου ήμουν ανεβασμένος», είπε. «Γιατί τότε θα 'πρεπε να ξεγλιστρήσω και να σκαρφαλώσω σε κάποιο άλλο σαν σκιουράκι! Ευτυχώς όμως που εμείς οι μικροσκοπικοί είμαστε γρήγοροι στα πόδια!»

Και τραβώντας το σπαθί του έδωσε κάμποσες σπαθιές στους πεσμένους γίγαντες. Ύστερα βγήκε απ’ το δάσος και είπε στους καβαλάρηδες:

-«Οι γίγαντες πάνε καλιά τους. Πάλεψαν σαν λυσσασμένοι, ξερίζωσαν δέντρα και θάμνους, αλλά άδικα: κανείς δεν μπορεί να τα βάλει μ’ εμένα, που ξαπλώνω εφτά με την πρώτη!»

-«Κι εσύ δεν πληγώθηκες;», τον ρώτησαν οι καβαλάρηδες. «Η τύχη βοηθάει τους τολμηρούς», απάντησε ο ραφτάκος. «Δεν μου πείραξαν ούτε τρίχα». Οι καβαλάρηδες δεν τον πίστεψαν και μπήκαν στο δάσος για να δουν με τα μάτια τους: και βρήκαν πράγματι τους δυο γίγαντες βουτηγμένους στο αίμα τους κι ολόγυρα τους σωρούς τα ξεριζωμένα δέντρα.

Ο ραφτάκος παρουσιάστηκε τότε στο βασιλιά και ζήτησε την ανταμοιβή του. Εκείνος όμως μετάνιωσε για την υπόσχεση που είχε δώσει, κι άρχισε πάλι να στύβει το μυαλό του, πώς θα μπορούσε ν’ απαλλαγεί απ’ τον γενναίο ραφτάκο.

-«Πριν σου δώσω τη θυγατέρα μου και το μισό μου βασίλειο», είπε, «πρέπει να κάνεις ακόμα ένα κατόρθωμα. Στο δάσος τριγυρνάει ένας άγριος μονόκερως που κάνει μεγάλες ζημιές στους ανθρώπους μου. Πρέπει λοιπόν να πας και να τον πιάσεις».

-«Αυτό είναι ακόμα πιο εύκολο για μένα αποκρίθηκε ο ραφτάκος. «Εδώ βάζω κάτω εφτά με την πρώτη και θα φοβηθώ τώρα έναν μονόκερω;»

Πήρε λοιπόν ένα γερό σκοινί κι ένα τσεκούρι και πήγε πάλι στο δάσος. Κι άφησε πάλι τους στρατιώτες απ’ έξω να τον περιμένουν. Δεν χρειάστηκε να ψάξει πολλήν ώρα και νάσου ο μονόκερως! Μόλις είδε το ραφτάκο, όρμησε καταπάνω του να τον τρυπήσει με το κέρατο του. «Σιγά σιγά», είπε τότε ο ραφτάκος. «Δεν είναι ανάγκη να βιαζόμαστε!» Και στάθηκε ακίνητος και περίμενε ,ώσπου το θεριό τον έφτασε. Σαν αστραπή τότε ο μικρός ραφτάκος πήδησε και βρέθηκε πίσω από το δέντρο. Ο μονόκερως, που έτρεχε μ’ όλη του τη δύναμη, δεν πρόλαβε να σταματήσει και καρφώθηκε τόσο βαθιά πάνω στον κορμό του δέντρου που δεν μπορούσε να φύγει. «Το 'πιασα το πουλάκι», είπε τότε ο ραφτάκος. Μ’ ένα πήδημα πέρασε το σκοινί στο λαιμό του θηρίου κι ύστερα έκοψε το κέρατο με το τσεκούρι του. Κι έτσι δεμένο το πήγε στο βασιλιά.

Αλλά ο βασιλιάς πάλι αρνήθηκε να του δώσει την ανταμοιβή του και του ζήτησε κι ένα τρίτο κατόρθωμα. Ο ραφτάκος έπρεπε πριν από το γάμο να του φέρει δεμένο κι ένα αγριογούρουνο, που έκανε μεγάλες ζημιές στους ανθρώπους του. Οι κυνηγοί του βασιλιά θα πήγαιναν μαζί του, για να τον βοηθήσουν.

-«Πολύ ευχαρίστως», απάντησε ο ραφτάκος. «Αυτά που μου ζητάς είναι παιχνιδάκια!» Τους κυνηγούς δεν τους πήρε μαζί του μέσα στο δάσος κι εκείνοι κάθισαν απ’ έξω να τον περιμένουν. Κι ήταν πολύ ευχαριστημένοι, γιατί όσες φορές είχαν κυνηγήσει το αγριογούρουνο, το 'χαν μετανιώσει.

Όταν το θηρίο είδε το ραφτάκο, όρμησε καταπάνω του. Το στόμα του ήταν ορθάνοιχτο, τα δόντια του άστραφταν θεόρατα και αφροί έσταζαν απ’ το μουσούδι του. Ο γρήγορος ραφτάκος όμως μ’ ένα πήδημα βρέθηκε μέσα σ’ ένα ξωκλήσι, που ήταν εκεί κοντά. Και την ίδια στιγμή κιόλας έδωσε μια απ’ το παράθυρο και βγήκε πάλι έξω.

Το αγριογούρουνο τον είχε πάρει από πίσω και μπήκε κι αυτό μέσα στο ξωκλήσι. Ο ραφτάκος όμως έτρεξε αμέσως και κλείδωσε την πόρτα και το κλείσε έτσι μέσα στην εκκλησίτσα. Και το αγριογούρουνο ήταν πολύ κοντό και βαρύ και δεν μπορούσε να πηδήσει απ’ το παράθυρο. Ο ραφτάκος φώναξε τότε τους κυνηγούς να δουν με τα μάτια τους πως είχε πιάσει το θηρίο. Και παρουσιάστηκε ύστερα στο βασιλιά, που ήταν πια αναγκασμένος, θέλοντας και μη, να κρατήσει την υπόσχεση του και να του δώσει τη θυγατέρα του και το μισό του βασίλειο. Με βαριά καρδιά συμφώνησε ο βασιλιάς. Κι αν ήξερε πως ο γαμπρός του δεν ήταν ήρωας, αλλά ένας απλός ραφτάκος, τότε η καρδιά του θα 'ταν ακόμα βαρύτερη. Γιόρτασαν λοιπόν το γάμο, με παράτες και πομπές, αλλά δίχως χαρά. Κι ο ραφτάκος έγινε βασιλιάς.

Μετά από λίγο καιρό η νεαρή βασίλισσα άκουσε τον άντρα της, που παραμιλούσε στον ύπνο του: «Μικρέ, ράψε μου γρήγορα το πανωφόρι μου και μπάλωσε το παντελόνι μου, γιατί θα σου μετρήσω την πλάτη με τον πήχη». Κατάλαβε τότε πούθε κρατούσε η σκούφια τού άντρα της και πήγε την άλλη μέρα το πρωί στον πατέρα της απαρηγόρητη, γιατί δεν ήθελε πια να μείνει παντρεμένη μ’ έναν άντρα τιποτένιο, που δεν ήταν παρά απλός ραφτάκος. Ο πατέρας της την παρηγόρησε και της είπε:

-«Άσε αύριο το βράδυ ανοιχτή την πόρτα της κάμαρας σου. Οι υπηρέτες μου θα σταθούν απ’ έξω. Κι όταν κοιμηθεί ο άντρας σου, θα μπουν, θα τον δέσουν και θα τον φορτώσουν σ’ ένα καράβι, που θα τον πάρει μακριά μας».

Η βασιλοπούλα συμφώνησε. Αλλά ο υπασπιστής τού βασιλιά που είχε συμπαθήσει τον γενναίο ραφτάκο, πήγε και του τα είπε όλα.

-«Δεν θα τους αφήσω να μου τη φέρουν!» είπε ο ραφτάκος και το βράδυ έπεσε για ύπνο την ίδια ώρα, μαζί με τη γυναίκα του. Μετά από λίγο, εκείνη νόμισε πως ο ραφτάκος είχε πια αποκοιμηθεί και άνοιξε την πόρτα. Ο άντρας της τότε, που παράσταινε τον κοιμισμένο, άρχισε να λέει με πεντακάθαρη φωνή:

«Ε, μικρέ, ράψε μου το πανωφόρι μου και μπάλωσε το παντελόνι μου, γρήγορα, αλλιώς θα σε κάνω μαύρο στο ξύλο με τον πήχη! Εμένα που με βλέπεις έχω ξαπλώσει εφτά με την πρώτη, έχω σκοτώσει δυο γίγαντες, έχω πιάσει έναν μονόκερω κι ένα αγριογούρουνο. Νομίζεις πως φοβάμαι αυτούς που είναι κρυμμένοι έξω από την πόρτα της κάμαρας μου;»

Οι υπηρέτες του βασιλιά κόντεψαν να πεθάνουν απ’ το φόβο τους, όταν τον άκουσαν να μιλάει έτσι. Κι άρχισαν να τρέχουν, λες και τους κυνηγούσε ολόκληρος στρατός. Κι από τότε κανείς δεν τόλμησε πια να τον πειράξει και ο ραφτάκος έμεινε σ’ όλη του τη ζωή βασιλιάς κι έζησε αυτός καλά κι εμείς καλύτερα.

Πηγή

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ

Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια