Ο ΓΑΜΠΡΟΣ ΛΗΣΤΗΣ

Από The Stelios Files

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας μυλωνάς, που είχε μια θυγατέρα πολύ - πολύ όμορφη. Κι όταν μεγάλωσε το κορίτσι, παρακαλούσε ο μυλωνάς να βρει να το καλοπαντρέψει κι έλεγε με το νου του:

-«Άμα έρθει κανένας καλός γαμπρός και μου τη ζητήσει, θα του τη δώσω γυναίκα του».

Δεν πέρασε πολύς καιρός και ήρθε πράγματι ένας γαμπρός, που έμοιαζε πλούσιος. Και επειδή ο μυλωνάς δεν βρήκε τίποτα κακό πάνω του, του υποσχέθηκε τη θυγατέρα του. Το κορίτσι όμως δεν τον συμπάθησε και πολύ, όπως πρέπει η γυναίκα να συμπαθεί τον άντρα που θα πάρει. Και δεν του είχε καμιά εμπιστοσύνη: κάθε που τον έβλεπε ή τον σκεφτόταν, αμέσως η καρδιά της συννέφιαζε. Μια φορά κι εκείνος της είπε:

-«Σε λίγο θα παντρευτούμε, κι εσύ δεν έχεις έρθει ούτε μια φορά να με δεις».

-«Δεν ξέρω πού είναι το σπιτικό σου», αποκρίθηκε η θυγατέρα του μυλωνά.

-«Έξω στο δάσος», της είπε τότε ο γαμπρός. Το κορίτσι πάσκισε να βρει δικαιολογία να μην πάει είπε πως δεν ήξερε το δρόμο και θα χανόταν. Ο γαμπρός όμως δεν έπαιρνε κουβέντα:

-«Την άλλη Κυριακή πρέπει να 'ρθεις οπωσδήποτε. Έχω καλέσει ένα σωρό κόσμο. Και για να μη χαθείς στο δάσος, θα σκορπίσω στάχτη στο μονοπάτι».

Όταν ήρθε η Κυριακή, η κοπέλα κόντευε να πεθάνει πια απ’ το φόβο της, χωρίς καλά – καλά να καταλαβαίνει κι η ίδια το γιατί. Και για να σημαδέψει το δρόμο της να τον ξαναβρεί στο γυρισμό, γέμισε τις τσέπες της με μπιζέλια και φακές. Μόλις μπήκε στο δάσος, είδε στάχτη σκορπισμένη και την ακολούθησε. Αλλά σε κάθε βήμα της έριχνε και λίγα μπιζέλια δεξιά κι αριστερά της. Προχώρησε έτσι όλη μέρα ,ώσπου έφτασε στην καρδιά του δάσους, στην πιο σκοτεινή μεριά του. Εκεί είδε ένα σπιτάκι μοναχικό. Φτάνοντας μπροστά στην πόρτα, η θυγατέρα του μυλωνά ένιωσε τρόμο να παγώνει την ψυχή της. Η ερημιά κι η σιωπή ήταν τόσο βαριές που η κοπέλα τα 'χασε και δίσταζε να προχωρήσει. Ξάφνου μια φωνή ακούστηκε:

-«Φύγε, φύγε, νυφούλα μικρή, γιατί ήρθες στο σπίτι του φονιά και του ληστή!»

Το κορίτσι σήκωσε τα μάτια κι είδε ένα πουλί στο κλουβί του. Κι αυτό της είχε μιλήσει. Γι’ άλλη μια φορά το πουλάκι άνοιξε το στόμα του και είπε:

-«Φύγε, φύγε, νυφούλα μικρή, γιατί ήρθες στο σπίτι του φονιά και του ληστή!»

Η κοπέλα όμως έσφιξε την καρδιά της, προχώρησε από δωμάτιο σε δωμάτιο και γύρισε όλο το σπίτι. Μόνο που δεν βρήκε μέσα ψυχή. Στο τέλος έφτασε και στο κατώι. Εκεί συνάντησε μια γριά, πολύ γριά, που καθόταν και κουνούσε ασταμάτητα το κεφάλι της.

-«Μήπως ξέρετε να μου πείτε», ρώτησε το κορίτσι, «αν μένει εδώ ο αρραβωνιαστικός μου;»

-«Κακόμοιρο παιδί!», της αποκρίθηκε η γριά. «Πού ήρθες κι έπεσες! Εδώ είναι λημέρι ληστών. Νομίζεις πως είσαι νυφούλα, που δεν θ’ αργήσει να παντρευτεί. Αλλά τους γάμους σου θα τους γιορτάσεις με τον ίδιο σου το θάνατο. Βλέπεις εδώ; Μ’ έβαλαν να βράσω νερό στο καζάνι το μεγάλο. Αν σε πιάσουν στα χέρια τους, θα σε κάνουν κομμάτια δίχως λύπηση, θα σε μαγειρέψουν και θα σε φάνε. Γιατί είναι φονιάδες και τρώνε ανθρώπινο κρέας. Αν δεν σε λυπηθώ, αν δεν σε βοηθήσω εγώ, είσαι χαμένη».

Και μ’ αυτά τα λόγια η γριά την πήρε απ’ το χέρι και την έκρυψε πίσω από ένα θεόρατο βαρέλι.

-«Μη βγάλεις άχνα!», την ορμήνεψε. «Μη μιλήσεις, μη σαλέψεις, γιατί αλλιώς χάθηκες! Τη νύχτα που οι κακούργοι θα κοιμούνται, θα κοιτάξουμε να το σκάσουμε. Καιρό τώρα περίμενα την κατάλληλη ευκαιρία».

Δεν πρόλαβε καλά – καλά να αποσώσει τα λόγια της κι οι φονιάδες γύρισαν. Κουβαλούσαν μαζί τους μια άλλη κοπέλα και, μεθυσμένοι καθώς ήταν, ούτε που άκουγαν τα κλάματα και τα παρακάλια της. Και της έδωσαν κρασί να πιει, τρία ποτήρια ξέχειλα: ένα ποτήρι άσπρο κρασί, ένα ποτήρι κόκκινο κι ένα ποτήρι κίτρινο κι η καρδιά της έσπασε. Τότε της έσκισαν τα όμορφα ρούχα, την ξάπλωσαν στο τραπέζι, έκοψαν το κορμί της κομματάκια και τ’ αλάτισαν καλά. Η δύστυχη κόρη του μυλωνά, πίσω απ’ το βαρέλι της, έτρεμε σαν το ψάρι γιατί έβλεπε τι την περίμενε, έτσι κι έπεφτε στα χέρια των φονιάδων. Τη στιγμή εκείνη ένας απ’ τους κακούργους πρόσεξε το χρυσό δαχτυλιδάκι στο χέρι της σκοτωμένης. Κι επειδή δεν μπόρεσε να το τραβήξει με την πρώτη, πήρε τον μπαλτά και της έκοψε το δάχτυλο. Το κομμένο δάχτυλο τινάχτηκε ψηλά κι έπεσε πίσω από το βαρέλι. Έψαξε ο κακούργος, έψαξε, δεν μπορούσε να το βρει πουθενά.

-«Πίσω απ’ το μεγάλο βαρέλι έψαξες;», τον ρώτησε ένας απ’ τους συντρόφους του. Ο κακούργος πήρε τότε το λυχνάρι κι ετοιμάστηκε να ψάξει πίσω από το βαρέλι. Μπήκε τότε στη μέση η γριά και φώναξε:

-«Ελάτε τώρα να φάτε κι αφήστε το ψάξιμο. Κι αύριο μέρα είναι! Το δάχτυλο δεν θα σηκωθεί να φύγει μονάχο του!»

Κι οι φονιάδες είπαν: «Έχει δίκιο η γριά!» Παράτησαν το ψάξιμο, κάθισαν στο τραπέζι κι άρχισαν να τρώνε. Η γριά όμως τους έριξε υπνωτικό στο φαγητό τους. Και σε λίγο έπεσαν όλοι κατάχαμα κι άρχισαν να ροχαλίζουν. Η θυγατέρα του μυλωνά βγήκε τότε απ’ την κρυψώνα της κι αναγκάστηκε να περάσει πάνω απ’ τα κορμιά των κοιμισμένων ληστών. Κι έτρεμε απ’ το φόβο της, μήπως άθελα της ξυπνήσει κανέναν τους. Με τη βοήθεια του Θεού όμως τα κατάφερε και βγήκε απείραχτη απ’ το κατώι. Πίσω της ανέβηκε κι η γριά, άνοιξε την πόρτα κι άρχισαν κι οι δυο να τρέχουν, όσο τις βαστούσαν τα πόδια τους. Ο αέρας είχε πάρει τις στάχτες, αλλά τα μπιζέλια κι οι φακές είχαν φυτρώσει κι είχαν ανθίσει και τους έδειχναν στο φεγγαρόφωτο το δρόμο. Όλη νύχτα περπατούσαν, ώσπου με το ξημέρωμα έφτασαν στο μύλο. Και το κορίτσι διηγήθηκε στον πατέρα του όλα όσα είχαν συμβεί.

Όταν έφτασε η μέρα που είχαν κανονίσει το γάμο, ήρθε ο γαμπρός στο μύλο. Ο μυλωνάς όμως είχε καλέσει όλους τους συγγενείς και τους φίλους του, να τον βοηθήσουν. Κάθισαν στο τραπέζι κι άρχισαν με τη σειρά να λέει ο καθένας μιαν ιστορία. Η νύφη όμως καθόταν αμίλητη και δεν έλεγε τίποτα. Γυρίζει τότε ο γαμπρός και της λέει:

-«Γιατί, καρδούλα μου, δεν μιλάς; Πες μας κι εσύ μιαν ιστορία!»

Κι εκείνη παίρνει και μιλάει και λέει:

-«Θα σας διηγηθώ ένα όνειρο που είδα. Προχωρούσα μονάχη στο δάσος κι έφτασα τέλος σ’ ένα σπιτάκι. Ψυχή δεν ήταν εκεί, στον τοίχο όμως ήταν κρεμασμένο ένα κλουβάκι. Και το πουλί μού μίλησε μ’ ανθρώπινη λαλιά και μου είπε:

-«Φύγε, φύγε, νυφούλα μικρή, γιατί ήρθες στο σπίτι τού φονιά και τού ληστή!»

Και τα ίδια λόγια μού τα είπε άλλη μια φορά. Στ’ όνειρο μου τα είδα μονάχα, αγαπημένε μου. Και μπήκα μέσα και πήγα σ’ όλα τα δωμάτια, αλλά δεν συνάντησα κανέναν. Κι ο φόβος κόντευε να πνίξει την ψυχή μου. Στο τέλος κατέβηκα και στο κατώι κι εκεί βρήκα μια γριά, πολύ γριά, που κουνούσε ασταμάτητα το κεφάλι της. Τη ρώτησα: «Μένει εδώ ο αρραβωνιαστικός μου; «Κι εκείνη μου αποκρίθηκε: «Αχ, κακόμοιρο κορίτσι! Ήρθες κι έπεσες στο λημέρι των ληστών. Εδώ μένει ο αρραβωνιαστικός σου, αλλά μόλις σε πιάσει στα χέρια του θα σε σκοτώσει, θα σε κάνει κομματάκια και θα σε φάει». Στ’ όνειρο μου τα είδα μονάχα, αγαπημένε μου. Κι η γριά μ’ έκρυψε πίσω από ένα θεόρατο βαρέλι κι αμέσως ύστερα ήρθαν οι κακούργοι κουβαλώντας μαζί τους μιαν άλλη κοπέλα. Τριών λογιών κρασί της έδωσαν να πιει: άσπρο, κόκκινο και κίτρινο. Κι η καρδιά της έσπασε. Στ’ όνειρο μου τα είδα μονάχα, αγαπημένε μου. Ύστερα της έσκισαν τα όμορφα ρούχα της, την ξάπλωσαν στο τραπέζι, έκοψαν το κορμί της κομματάκια και τ’ αλάτισαν. Στ' όνειρο μου τα είδα όλα αυτά, αγαπημένε μου. Κι ένας από τους ληστές είδε το χρυσό δαχτυλιδάκι στο δάχτυλο της κι επειδή δεν μπορούσε να της το βγάλει, πήρε τον μπαλτά και της έκοψε το δάχτυλο. Το δάχτυλο τινάχτηκε ψηλά κι έπεσε πίσω απ’ το βαρέλι, ίσια στην ποδιά μου. Ορίστε το κομμένο δάχτυλο με το δαχτυλίδι του». Και μ’ αυτά τα λόγια βγάζει το δάχτυλο και το δαχτυλίδι απ’ την ποδιά της και το δείχνει σ’ όλους τους καλεσμένους.

Όσην ώρα μιλούσε, ο ληστής είχε γίνει κάτασπρος σαν κιμωλία. Στο τέλος πήδησε όρθιος και προσπάθησε να ξεφύγει. Οι καλεσμένοι όμως τον έπιασαν και τον παρέδωσαν στο δικαστή. Κι ο δικαστής τον έστειλε στο δήμιο, κι αυτόν κι όλη τη συμμορία των φονιάδων.

Πηγή

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ

Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια