ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Από The Stelios Files
Αναθεώρηση ως προς 15:18, 2 Απριλίου 2019 από τον Admin (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με ''''ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ''' ζούσε σ' ένα μεγάλο δάσος ένας ξυλοκόπος με τη γυναίκα του. Είχαν έ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ζούσε σ' ένα μεγάλο δάσος ένας ξυλοκόπος με τη γυναίκα του. Είχαν ένα μονάκριβο παιδάκι, ένα κοριτσάκι τριών χρόνων. Ήταν όμως τόσο φτωχοί που δεν είχαν ούτε ψωμί να φάνε και δεν ήξεραν τι να του δώσουν. Ένα πρωί, λοιπόν, ξεκίνησε λυπημένος ο ξυλοκόπος να πάει στη δουλειά του. Και την ώρα που έκοβε ξύλα, να σου βλέπει ξαφνικά μπροστά του μια πανέμορφη γυναίκα, που φορούσε στο κεφάλι της μια κορόνα από αστραφτερά αστέρια. Και η γυναίκα μίλησε και του είπε:

-«Είμαι η Παναγία, η Μητέρα του Χριστού. Είσαι φτωχός άνθρωπος και δεν έχεις να ταΐσεις το παιδί σου. Φέρε το σε μένα κι εγώ θα το πάρω μαζί μου και θα το 'χω σαν δικό μου και θα το φροντίζω καλά».

Ο ξυλοκόπος υπάκουσε, έφερε το παιδί του και το 'δωσε στην Παναγία. Και το κοριτσάκι περνούσε καλά, έτρωγε ψωμί με ζάχαρη κι έπινε γάλα γλυκό και τα ρουχαλάκια του ήταν από χρυσάφι και μάλαμα κι έπαιζε με τους αγγέλους.

Όταν έγινε δεκατεσσάρων χρόνων, η Παναγία το φώναξε και του είπε:

-«Παιδί μου, θα φύγω ταξίδι. Πάρε τα κλειδιά που ξεκλειδώνουν τις δεκατρείς πόρτες του Παραδείσου και φύλαξε τα καλά. Τις δώδεκα μπορείς να τις ανοίξεις και να θαυμάσεις τα όμορφα πράγματα και τους θησαυρούς που κρύβουν. Αλλά τη δέκατη τρίτη πόρτα, που ανοίγει μ' αυτό το μικρό κλειδάκι, μην την ανοίξεις. Πρόσεχε καλά, μην την ξεκλειδώσεις, γιατί θα γίνεις πολύ δυστυχισμένη».

Το κορίτσι υποσχέθηκε ότι θα είναι υπάκουο. Κι όταν έφυγε η Παναγία, άρχισε ν ' ανοίγει μια-μια τις πόρτες. Κάθε μέρα άνοιγε και μια πόρτα και θαύμαζε τους θησαυρούς που έκρυβε μέσα της. Έτσι είδε με τη σειρά και τα δώδεκα δώματα του Παραδείσου. Στο καθένα κατοικούσε κι ένας από τους Δώδεκα Αποστόλους, όλο λαμπρότητα και φως. Το κορίτσι χαιρόταν και θαύμαζε το μεγαλείο και τον πλούτο. Και μαζί του χαίρονταν και οι άγγελοι που τ’ ακολουθούσαν.

Όταν πέρασαν οι δώδεκα μέρες, δεν είχε μείνει πια παρά μονάχα η απαγορευμένη πόρτα. Και το κορίτσι ένιωσε μεγάλη λαχτάρα να δει τι κρυβόταν από πίσω της. Είπε λοιπόν στους αγγέλους:

-«Δεν θα την ανοίξω, ούτε θα διαβώ το κατώφλι της. Θα την ξεκλειδώσω μονάχα, να ρίξουμε μια ματιά απ' τη χαραμάδα».

-«Όχι, όχι» τη σταμάτησαν οι άγγελοι. «Είναι αμαρτία, η Παναγία στο απαγόρευσε. Αν παρακούσεις τα λόγια της, θα σε βρει μεγάλη δυστυχία».

Το κορίτσι δεν μίλησε, αλλά η περιέργεια μέσα στην καρδιά της συνέχισε να της μιλάει σιγανά και να την τσιγκλάει και να την τσιμπάει και να την ψήνει. Δεν την άφηνε σε ησυχία. Και κάποια στιγμή που τ αγγελάκια την άφησαν μονάχη της, σκέφτηκε:

-«Τώρα είμαι μόνη μου και μπορώ ν' ανοίξω. Μια ματιά θα ρίξω. Και κανείς δεν θα το μάθει».

Έψαξε και βρήκε το κλειδάκι. Κι όταν το πήρε στο χέρι της, το ’βαλε και στην κλειδαριά. Κι όταν το ‘βαλε στην κλειδαριά, το γύρισε κιόλας. Η πόρτα τότε άνοιξε και το κορίτσι είδε μπροστά του την Αγία Τριάδα τυλιγμένη στην παντοδύναμη λάμψη της. Στάθηκε λιγάκι και κοίταζε με θαυμασμό. Ύστερα άπλωσε το χεράκι της και με το δάχτυλο της άγγιξε την άκρη αυτής της χρυσής λαμπράδας. Και το δάχτυλο της έγινε χρυσό. Αμέσως φόβος μεγάλος την έπιασε, έκλεισε με δύναμη την πόρτα κι έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ο φόβος όμως δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Ό,τι κι αν έκανε, δεν μπορούσε να σταματήσει το καρδιοχτύπι, που κόντευε να της σπάσει τα στήθια. Και το χρυσάφι έμεινε κολλημένο στο δάχτυλο της, όσο κι αν το πλένε, όσο κι αν το 'τριβε.

Μετά από λίγο γύρισε κι η Παναγία απ’ το ταξίδι της. Φώναξε το κορίτσι και ζήτησε πίσω τα κλειδιά του Παραδείσου. Τη στιγμή που της έδινε την αρμαθιά, η Παναγία κοίταξε το κορίτσι στα μάτια και ρώτησε:

-«Και τη δέκατη τρίτη πόρτα; Δεν την άνοιξες;»

-«Όχι», αποκρίθηκε το κορίτσι.

Η Παναγία τότε ακούμπησε το χέρι της στην καρδιά του κοριτσιού, την ένιωσε που χτυπούσε σαν τρελή και κατάλαβε πως η μικρή είχε παρακούσει την εντολή της.

-«Είσαι σίγουρη ότι δεν την άνοιξες;», ξαναρώτησε.

-«Όχι, δεν την άνοιξα», ξανάπε το κορίτσι.

Η Παναγία είδε τότε το δάχτυλο του κοριτσιού, που είχε γίνει χρυσό απ’ το άγγιγμα της θείας λάμψης. Κατάλαβε ότι η μικρή είχε αμαρτήσει και ρώτησε για τρίτη φορά:

-«Δεν άνοιξες την απαγορευμένη πόρτα;»

-«Όχι», αρνήθηκε το κορίτσι για τρίτη φορά. Και η Παναγία της είπε:

-«Δεν υπάκουσες στις εντολές μου. Και σαν να μην ήταν αυτό αρκετό, είπες ψέματα από πάνω. Δεν είσαι πια άξια για να ζεις στον Παράδεισο».

Το κορίτσι τότε βυθίστηκε σε ύπνο βαθύ κι όταν ξύπνησε, βρέθηκε κάτω στη γη, στην καρδιά ενός δάσους. Ήθελε να φωνάξει, αλλά μιλιά δεν έβγαινε από το στόμα της. Τινάχτηκε όρθια και προσπάθησε να τρέξει, αλλά όπου κι αν γύριζε, πυκνά αγκάθια πρόβαλλαν και της έκλειναν το δρόμο. Στην ερημιά, όπου βρέθηκε παγιδευμένη, ήταν κι ένα γέρικο δέντρο. Στην κουφάλα του λοιπόν, έφτιαξε το σπίτι της. Εκεί μέσα τρύπωνε και κοιμόταν όταν ερχόταν η νύχτα, εκεί μέσα έβρισκε καταφύγιο όταν έβρεχε και χιόνιζε. Και ζούσε ζωή δυστυχισμένη. Κάθε που θυμόταν πόσο όμορφα περνούσε στον Παράδεισο και πώς έπαιζε μαζί με τους αγγέλους, έκλαιγε με μαύρο δάκρυ. Μάζευε ρίζες και βατόμουρα κι αυτό ήταν το φαγητό της, Το φθινόπωρο μάζευε καρύδια και φύλλα, που έπεφταν απ’ τα δέντρα. Κι όταν χειμώνιαζε, έτρωγε τα καρύδια και τρύπωνε σαν ζωάκι στα ξερά φύλλα για να φυλαχτεί απ’ το χιόνι και την παγωνιά. Δεν πέρασε πολύς καιρός και τα ρούχα της έγιναν κουρέλια κι έμεινε γυμνή. Όταν πρόβαλλε ξανά ο ήλιος, έβγαινε κι εκείνη απ’ την κρυψώνα της και καθόταν σ' ένα κλαδί, τυλίγοντας γύρω της τα μαλλιά της, σαν μανδύα. Έτσι περνούσαν τα χρόνια, το ένα μετά το άλλο, κι η κοπελίτσα ζούσε λυπημένη μέσα στη δυστυχία.

Μια μέρα όμως, όταν τα δέντρα είχαν πάλι φορέσει την πράσινη, δροσερή φορεσιά τους ,ο βασιλιάς της χώρας βγήκε κυνήγι στο δάσος. Κι όπως κυνηγούσε, πήρε από πίσω ένα ελάφι, που πήγε και χώθηκε μέσα στις πιο πυκνές αγκαθιές, στην καρδιά του δάσους. Ο βασιλιάς τότε ξεπέζεψε, παραμέρισε τ ' αγκάθια και άνοιξε με το σπαθί του δρόμο να περάσει. Όταν επιτέλους τα κατάφερε, είδε μπροστά του μια πανέμορφη κοπέλα, να κάθεται τυλιγμένη από τα νύχια ως την κορφή με τα χρυσά μαλλιά της. Στάθηκε ασάλευτος και την κοίταζε όλο θαυμασμό. Ύστερα της μίλησε και της είπε:

-«Ποιά είσαι; Γιατί κάθεσαι εδώ στην ερημιά;»

Αλλά απάντηση δεν πήρε, γιατί το κορίτσι δεν μπορούσε να ανοίξει το στόμα του. Ο βασιλιάς όμως επέμεινε:

-«Θέλεις να 'ρθεις μαζί μου, στο παλάτι μου;»

Εκείνη τότε έγνεψε μονάχα με το κεφάλι και δέχτηκε. Ο βασιλιάς τη σήκωσε στην αγκαλιά του, την ανέβασε πάνω στο άλογο του και την πήρε μαζί του. Κι όταν έφτασαν στο παλάτι, της χάρισε όμορφα ρούχα κι ό,τι άλλο ποθούσε η ψυχή της. Μόνο να μιλήσει δεν μπορούσε. Αλλά ήταν όμορφη και καλή, κι ο βασιλιάς την αγάπησε μ όλη του την καρδιά. Και πριν περάσει πολύς καιρός την παντρεύτηκε.

Μετά από ένα χρόνο η βασίλισσα έφερε στον κόσμο ένα γιο. Και τη νύχτα που ήταν ξαπλωμένη μόνη στο κρεβάτι της, παρουσιάστηκε εμπρός της η Παναγία και της είπε:

-«Αν πεις την αλήθεια και ομολογήσεις ότι άνοιξες την απαγορευμένη πόρτα, θ’ ανοίξω κι εγώ το στόμα σου και θα σου ξαναδώσω τη μιλιά σου. Αν όμως επιμένεις στο ψέμα και στην αμαρτία κι εξακολουθήσεις πεισματικά ν' αρνείσαι αυτό που έκανες, τότε θα πάρω μαζί μου το νεογέννητο παιδί σου».

Και περίμενε την απάντηση της βασίλισσας. Εκείνη όμως άνοιξε το στόμα της και είπε:

-«Όχι, δεν άνοιξα την απαγορευμένη πόρτα".

Η Παναγία τότε της πήρε το νεογέννητο παιδί και χάθηκε από μπροστά της. Την άλλη μέρα, που δεν έβρισκαν πουθενά το μικρό βασιλόπουλο, ο κόσμος άρχισε να μουρμουρίζει και να λέει ότι η βασίλισσα το είχε σκοτώσει για να το φάει. Εκείνη τα άκουγε όλα, αλλά μιλιά δεν έβγαινε απ’ το στόμα της. Ο βασιλιάς όμως δεν τα πίστεψε, γιατί την αγαπούσε πολύ, μέσα απ’ την καρδιά του.

Πέρασε άλλος ένας χρόνος κι η βασίλισσα γέννησε άλλον ένα γιο. Και τη νύχτα παρουσιάστηκε πάλι μπροστά της η Παναγία και της είπε:

-«Αν ομολογήσεις ότι άνοιξες την απαγορευμένη πόρτα, τότε θα σου ξαναδώσω το παιδί σου και τη χαμένη σου μιλιά. Αν όμως συνεχίσεις με πείσμα να το αρνείσαι, τότε θα πάρω μαζί μου και τον δεύτερο γιο σου».

Η βασίλισσα όμως αρνήθηκε πάλι:

-«Όχι, δεν άνοιξα την απαγορευμένη πόρτα».

Η Παναγία τότε της πήρε το παιδί απ’ την αγκαλιά και το ανέβασε μαζί της στον ουρανό. Την άλλη μέρα το πρωί, όταν είδαν ότι κι αυτό το μωρό είχε χαθεί, οι άνθρωποι του παλατιού έβαλαν τις φωνές, κατηγορώντας τη βασίλισσα. Και ζήτησαν από το βασιλιά να τη δικάσει. Ο βασιλιάς όμως την αγαπούσε τόσο πολύ, μέσα απ’ την καρδιά του, που απαγόρευσε στους παλατιανούς να ξαναμιλήσουν γι ' αυτό.

Τον τρίτο χρόνο η βασίλισσα γέννησε μια όμορφη κορούλα. Τη νύχτα παρουσιάστηκε μπροστά της για τρίτη φορά η Παναγία και της είπε:

-«Έλα μαζί μου!»

Και την ανέβασε στον ουρανό και της έδειξε τα δυο της τ’ αγοράκια, που γελούσαν κι έπαιζαν χαρούμενα. Η βασίλισσα χάρηκε και τότε η Παναγία τη ρώτησε ξανά:

-«Δεν μαλάκωσε ακόμα η καρδιά σου; Δεν θέλεις να ομολογήσεις ότι άνοιξες την απαγορευμένη πόρτα; Αν παραδεχτείς την αμαρτία σου, τότε θα σου ξαναδώσω τα δυο σου αγόρια».

Η βασίλισσα όμως αρνήθηκε για τρίτη φορά:

-«Όχι, δεν άνοιξα την απαγορευμένη πόρτα!»

Η Παναγία τότε την ξαπόστειλε ξανά στη γη και της πήρε και το τρίτο παιδί.

Την άλλη μέρα το πρωί, όταν μαθεύτηκε πως και το τρίτο μωρό είχε χαθεί, ο κόσμος ξεσηκώθηκε:

-«Η βασίλισσα τρώει τα παιδιά της, πρέπει να τη δικάσουμε».

Κι ο βασιλιάς δεν μπορούσε πια να κάνει τίποτα για να τη σώσει. Την πέρασαν από δίκη κι αφού δεν μπορούσε να μιλήσει για να υπερασπιστεί τον εαυτό της, την καταδίκασαν κι αποφάσισαν να την κάψουν ζωντανή. Τα ξύλα μαζεύτηκαν σωρός κι η βασίλισσα δέθηκε σ' έναν ψηλό πάσσαλο. Όταν οι φλόγες άναψαν κι άρχισαν να χορεύουν ολόγυρα της, έλιωσε κι ο σκληρός πάγος της περηφάνιας της κι η καρδιά της ρίγησε μετανιωμένη:

-«Αχ, ας μπορούσα, πριν πεθάνω, να πω τουλάχιστον την αλήθεια, πως ναι, άνοιξα την απαγορευμένη πόρτα!»

Την ίδια στιγμή ξανάβρε τη φωνή της και με δύναμη φώναξε:

-«Ναι, Παναγία μου, το έκανα! Άνοιξα την απαγορευμένη πόρτα!»

Δεν πρόλαβε ν’ αποσώσει το λόγο της κι αμέσως έπιασε μπόρα γερή κι έσβησε τη φωτιά κι ένα γλυκό φως κατέβηκε απ’ τα ουράνια και την έλουσε ολόκληρη. Κι η Παναγία η ίδια παρουσιάστηκε με τα δυο αγόρια δεξιά κι αριστερά και τη νεογέννητη κορούλα της στην αγκαλιά της. Με καλοσύνη της μίλησε και της είπε:

-«Όποιος ομολογεί τις αμαρτίες του και μετανιώνει γι' αυτές, βρίσκει συχώρεση».

Και μ' αυτά τα λόγια της έδωσε τα τρία παιδιά της και τη μιλιά της και την ευτυχία της .

Πηγή

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ