Ο ΦΡΙΝΤΕΡ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΤΙΝΑΚΙ ΤΟΥ

Από The Stelios Files

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας άντρας που τον έλεγαν Φρίντερ και μια γυναίκα που την έλεγαν Κατινάκι. Παντρεύτηκαν λοιπόν οι δυο τους και ζούσαν σαν νιόπαντροι. Μια μέρα λέει ο Φρίντερ:

-«Θα πάω στο χωράφι, Κατινάκι. Κι όταν θα γυρίσω, να μού 'χεις ψητό στο τραπέζι, να χορτάσω την πείνα μου, και δροσερό πιοτό, να σβήσω τη δίψα μου».

-«Στο καλό, Φρίντερ», αποκρίθηκε το Κατινάκι. «Πήγαινε κι όταν έρθεις, θα τα βρεις όλα έτοιμα». Κι όταν κόντευε πια μεσημέρι, κατέβασε ένα λουκάνικο απ’ την καμινάδα, το 'βαλε στο τηγάνι μαζί με λίγο βούτυρο κι άναψε τη φωτιά. Το λουκάνικο άρχισε να ψήνεται και να ξεροτηγανίζεται και το Κατινάκι στεκόταν, το γύριζε απ' τη μια κι απ' την άλλη, και σκεφτόταν. Ώσπου ξαφνικά της ήρθε μια ιδέα:

-«Μέχρι να ψηθεί το λουκάνικο, προλαβαίνω μια χαρά να κατέβω στο κατώι και να γεμίσω το κανάτι μου μπύρα». Άφησε λοιπόν το λουκάνικο να ψήνεται μονάχο του, πήρε ένα κανάτι, κατέβηκε στο κατώι κι άρχισε να γεμίζει μπύρα απ’ το βαρέλι. Η μπύρα έτρεχε και γέμισε το κανάτι και το Κατινάκι την κοίταζε. Ώσπου ξαφνικά της ήρθε μια ιδέα:

-«Για στάσου! Ο σκύλος πάνω δεν είναι δεμένος! Δε θες να πηδήσει και να μου αρπάξει το λουκάνικο μέσα από το τηγάνι;» Και χωρίς να χάσει λεπτό, ανεβαίνει τα σκαλιά δυο δυο. Αλλά φτάνει στην κουζίνα και τι να δει; Ο σκύλος είχε κιόλας το λουκάνικο στο στόμα του και το 'σέρνε τρέχοντας. Γρήγορα το Κατινάκι τον παίρνει από πίσω και τρέχει να τον φτάσει. Ο σκύλος όμως είναι πιο γρήγορος στα πόδια απ’ το Κατινάκι. Και με το λουκάνικο γερά σφιγμένο ανάμεσα στα δόντια του, φεύγει όλο και πιο μακριά.

-«Ό,τι έγινε, έγινε!», είπε τότε το Κατινάκι και πήρε το δρόμο για το σπίτι. Κι επειδή είχε κουραστεί κι είχε λαχανιάσει απ’ το τρέξιμο, γυρίζει σιγά σιγά και με το πάσο της. Η μπύρα στο μεταξύ έτρεχε απ’ το βαρέλι και γέμισε το κανάτι και συνέχισε να κυλάει σ’ όλο το κατώι και δεν σταμάτησε ώσπου άδειασε όλο το βαρέλι. Μόλις γύρισε στο σπίτι η Κατίνα, το είδε και της ήρθε νταμπλάς.

-«Φτου να πάρει!», είπε. «Τι θα κάνω τώρα, για να μην το καταλάβει ο Φρίντερ;» Κι έστυψε το μυαλό της, ώσπου κάτι σκέφτηκε: απ’ το τελευταίο πανηγύρι τούς είχε μείνει ένα σακί άσπρο αλεύρι. Αποφάσισε λοιπόν να το πάρει και να το σκορπίσει στο κατώι, για να ρουφήξει τη χυμένη μπύρα.

-«Εμ», είπε με το νου της ευχαριστημένη, «η καλή νοικοκυρά είναι οικονόμα και ξέρει να τα βολεύει την ώρα της ανάγκης». Ανέβηκε λοιπόν, κουβάλησε το σακί με τ’ αλεύρι στο κατώι και το 'ριξε πάνω στο κανάτι με την μπύρα. Το κανάτι αναποδογύρισε κι έτσι το πιοτό τού Φρίντερ πότισε κι αυτό το πάτωμα στο κατώι, μαζί με την υπόλοιπη χυμένη μπύρα.

-«Τι να κάνουμε;», είπε το Κατινάκι. «Τώρα πάει, έγινε!» Και σκόρπισε το αλεύρι σ’ όλο το κατώι. Όταν τέλειωσε, ευχαριστήθηκε πολύ με τη δουλειά της κι έδωσε συγχαρητήρια στον εαυτό της: «Τι καθαρό και νοικοκυρεμένο που είναι το κατώι του σπιτικού μου!»

Το μεσημέρι γύρισε κι ο Φρίντερ.

-«Λοιπόν, γυναίκα, τι μου ετοίμασες να φάω;»

-«Αχ, Φρίντερ, πού να σ’ τα λέω!», αποκρίθηκε το Κατινάκι «Ήθελα να σου ψήσω ένα λουκάνικο. Και την ώρα που γέμιζα μπύρα το κανάτι, ήρθε ο σκύλος και μου τ άρπαξε μέσα από το τηγάνι. Και την ώρα που κυνηγούσα το σκύλο, η μπύρα ξεχείλισε και χύθηκε όλο το βαρέλι στο πάτωμα. Είπα τότε να σκορπίσω από πάνω το αλεύρι, για να ρουφήξει την μπύρα. Κι όπως το 'ριχνα, αναποδογύρισα και το κανάτι. Αλλά μην ανησυχείς: το κατώι το σκούπισα και το συγύρισα κι έγινε καλύτερο κι από πρώτα!»

-«Μα, βρε Κατινάκι, βρε Κατινάκι! Τι πήγες κι έκανες; Άφησες το σκύλο να σου κλέψει το λουκάνικο, άφησες όλη την μπύρα να χυθεί και πέταξες κι όλο το σακί με το άσπρο αλεύρι! Δεν έπρεπε να κάνεις τέτοιο πράγμα!»

-«Αχ, Φρίντερ, δεν το 'ξερα! Γιατί δεν μου το 'λεγες πρωτύτερα;»

Ο άντρας δεν είπε τίποτα άλλο, μέσα του όμως σκέφτηκε: «Άμα είναι έτσι τα πράγματα, καλύτερα να 'χω το νου μου και να προσέχω». Είχε φέρει απ’ τη δουλειά του κάμποσα σκούδα. Αγόρασε λοιπόν χρυσάφι και είπε στη γυναίκα του:

-«Τα βλέπεις αυτά τα κίτρινα σβολαράκια, Κατινάκι; Θα τα βάλω σ’ ένα κιούπι και θα τα παραχώσω στο στάβλο κάτω απ’ το παχνί της αγελάδας. Αλλά μην τα πλησιάσεις, μην τ’ αγγίξεις, γιατί θα πάθεις κακό!» Κι εκείνη του αποκρίθηκε:

-«Μείνε ήσυχος, Φρίντερ! Θα κάνω ό,τι μου λες!» Αλλά έτυχε κι όταν έλειπε ο Φρίντερ, ήρθαν πραματευτάδες στο χωριό, που είχαν κανάτια και σταμνιά, και ρώτησαν την Κατίνα αν ήθελε ν’ αγοράσει.

-«Καλοί μου άνθρωποι», απάντησε η κοπέλα, «χρήματα δεν έχω για ν’ αγοράσω. Αν όμως σας κάνουν τα κίτρινα σβολαράκια που έκρυψε ο άντρας μου στο στάβλο, τότε μετά χαράς να πάρω απ’ την πραμάτεια σας».

-«Κίτρινα σβολαράκια; Γιατί όχι; να τα δούμε πρώτα!»

-«Πηγαίνετε στο στάβλο και σκάψτε κάτω απ’ το παχνί της αγελάδας. Εκεί θα τα βρείτε. Εγώ δεν πρέπει ούτε να πλησιάσω εκεί πέρα!»

Πήγαν οι πονηροί πραματευτάδες και τι βρήκαν; Καθαρό χρυσάφι! Το πήραν λοιπόν και έφυγαν τρεχάτοι και παράτησαν εκεί κι όλη την πραμάτεια που είχαν για πούλημα. Το Κατινάκι βάλθηκε να χρησιμοποιήσει τα καινούργια της σταμνιά και κανάτια. Κι επειδή στην κουζίνα είχε και με το παραπάνω, σκέφτηκε να τους σπάσει τον πάτο και να τα βάλει για στολίδι στους πασσάλους του φράχτη, γύρω - γύρω απ’ το σπίτι. Όταν γύρισε ο Φρίντερ κι είδε τα καινούργια στολίδια στο φράχτη του, αμέσως ρώτησε:

-«Κατινάκι, τι σκάρωσες πάλι;»

-«Τ’ αγόρασα, Φρίντερ, με τα κίτρινα σβολαράκια που είχες παραχώσει στο στάβλο. Και δεν πλησίασα ούτε τ’ άγγιξα εγώ: έστειλα τους πραματευτάδες να τα ξεχώσουν».

-«Αχ, γυναίκα», αναστέναξε ο Φρίντερ. «Τι πήγες κι έκανες! Δεν ήταν κίτρινα σβολαράκια, ήταν καθαρό χρυσάφι. Και ήταν όλη μας η περιουσία, ό,τι είχαμε και δεν είχαμε. Δεν έπρεπε να κάνεις τέτοιο πράγμα!»

-«Αχ, Φρίντερ, δεν το 'ξερα! Γιατί δεν μου το 'λεγες πρωτύτερα;»

Καθόταν λοιπόν το Κατινάκι και σκεφτόταν κι έσπαγε το μυαλό της, ώσπου της ήρθε μια ιδέα:

-«Άκου, Φρίντερ, γιατί δεν τρέχουμε να πιάσουμε τους κλέφτες; Αν βιαστούμε, θα τους προλάβουμε και θα πάρουμε πίσω το χρυσάφι μας!»

-«Εντάξει, λοιπόν», συμφώνησε κι ο Φρίντερ. «Πάμε να τους πιάσουμε. Πάρε όμως μαζί σου τυρί και βούτυρο, για να 'χουμε κάτι να τρώμε στο δρόμο, να μην πεινάσουμε».

-«Μείνε ήσυχος, Φρίντερ. Θα κάνω όπως μου λες». Ξεκίνησαν λοιπόν κι επειδή ο Φρίντερ ήταν πιο γρήγορος στα πόδια, το Κατινάκι έτρεχε ξοπίσω του.

-«Καλύτερα για μένα», σκεφτόταν. «Γιατί καθώς θα γυρίζουμε, εγώ θα ‘χω λιγότερο δρόμο να κάνω». Έφτασαν λοιπόν σ’ ένα βουνό κι εκεί που πήγαιναν συνάντησαν βαθιά αυλάκια από ρόδες στην άκρη του δρόμου. Τις είδε η Κατίνα και είπε:

-«Θεούλη μου! Τι άσχημες πληγές που άνοιξαν οι παλιάνθρωποι με τις ρόδες των κάρων τους στην καημενούλα τη γη! Πώς θα μπορέσουν να γιάνουν τέτοιες μαχαιριές;» Και επειδή είχε καλή και πονετική καρδιά, έβγαλε το βούτυρο και τις άλειψε, να μην πονάνε και να μην υποφέρουν. Έτσι σκυφτή που ήταν, κύλησε ένα κεφάλι τυρί απ’ την ποδιά της και πήρε την κατηφόρα. Το είδε η Κατίνα και είπε:

-«Δεν ανέβηκα ως εδώ πάνω για να ξανακατέβω αμέσως να πιάσω το τυρί. Ας πάει άλλος να το φέρει». Κι έβγαλε απ’ την ποδιά της άλλο ένα κεφάλι τυρί και το στείλε να βρει το πρώτο. Αλλά τα τυριά δεν έλεγαν να γυρίσουν. Είπε τότε με το νου της:

-«Μπορεί να μη θέλουν να περπατήσουν μοναχά τους! Μπορεί να περιμένουνε παρέα!» Κι αμέσως τους έστειλε και τρίτο να τα μαζέψει. Αλλ’ άδικα περίμενε.

-«Τι να πω, δεν ξέρω!», απόρησε το Κατινάκι. «Μπορεί όμως ο τρίτος να 'χασε το δρόμο. Θα στείλω λοιπόν και τον τέταρτο να τους φωνάξει!» Αλλά και το τέταρτο κεφάλι τυρί δεν τα κατάφερε καλύτερα απ’ τα προηγούμενα. Θύμωσε η Κατίνα κι έριξε και το πέμπτο και το έκτο. Κι αυτά ήταν τα τελευταία. Στάθηκε λιγάκι και περίμενε. Κι όταν είδε κι απόειδε, είπε:

-«Καλοί είσαστε του λόγου σας! Ούτε στον άλλο κόσμο να σας είχα στείλει δεν θ’ αργούσατε τόσο! Ως πότε νομίζετε ότι θα κάτσω να περιμένω την αφεντιά σας; Φεύγω κι ελάτε να με βρείτε. Στο κάτω κάτω, εσείς είσαστε πιο ξεκούραστοι από μένα!»

Προχώρησε λοιπόν η Κατίνα και δεν άργησε να προφτάσει τον Φρίντερ, που είχε σταθεί και την περίμενε, γιατί ήθελε να φάει.

-«Για δώσ’ μου κάτι να κολατσίσω!», της είπε. Κι εκείνη τού 'δωσε ψωμί ξερό.

-«Πού είναι το βούτυρο; Πού είναι το τυρί;», τη ρώτησε τότε ο άντρας της.

-«Αχ, Φρίντερ, πού να στα λέω!», αποκρίθηκε η Κατίνα. «Με το βούτυρο άλειψα τα βαθιά αυλάκια, στην άκρη του δρόμου, να μαλακώσει ο πόνος της καημενούλας της γης. Και τα τυριά δεν θ’ αργήσουν να 'ρθουν. Το ένα μού 'φυγε και κατρακύλησε στην πλαγιά. Έστειλα όμως ξοπίσω του και τ’ άλλα, να το φέρουν πίσω». Ο Φρίντερ αναστέναξε και είπε:

-«Αχ, Κατινάκι, δεν έπρεπε να κάνεις τέτοιο πράγμα, να πετάξεις το βούτυρο στο αυλάκι και να ρίξεις τα τυριά στην κατηφόρα! Δεν έπρεπε να κάνεις τέτοιο πράγμα!»

-«Αχ, Φρίντερ, δεν το 'ξερα! Γιατί δεν μου το 'λεγες πρωτύτερα;»

Κάθισαν λοιπόν κι έφαγαν ξερό ψωμί κι ο Φρίντερ ρώτησε:

-«Κατίνα, κλείδωσες το σπίτι μας καθώς φεύγαμε; Αμπάρωσες την πόρτα;»

-«Όχι, Φρίντερ! Γιατί δεν μου το 'λεγες πρωτύτερα;»

-«Πήγαινε λοιπόν να κλειδαμπαρώσεις και ν’ ασφαλίσεις την πόρτα, πριν συνεχίσουμε το δρόμο μας. Και φέρε μαζί σου κάτι άλλο για φαγητό. Εγώ θα σε περιμένω εδώ».

Ξεκίνησε η Κατίνα και στο δρόμο που πήγαινε σκεφτόταν:

-«Ο Φρίντερ θέλει κάτι άλλο για φαγητό. Φαίνεται πως δεν έχει όρεξη για βούτυρο και τυρί. Θα γεμίσω κι εγώ ένα σακούλι στραγάλια και θα πάρω κι ένα κανάτι ξίδι, να σβήνει τη δίψα του». Τα πήρε λοιπόν και κλειδομαντάλωσε την μπροστινή την πόρτα. Την πίσω πόρτα όμως την έβγαλε απ’ τους μεντεσέδες της και την πήρε στον ώμο, γιατί νόμιζε ότι αν την έβαζε σε μέρος σίγουρο και ασφαλές, τότε θα 'ταν και το σπίτι ασφαλισμένο. Σιγά σιγά ανέβηκε πάλι στο βουνό, κι όπως ανέβαινε σκεφτόταν:

-«Κι αν αργήσω λιγάκι, τόσο το καλύτερο! Θα ξεκουραστεί κι ο Φρίντερ με την ησυχία του!» Καμιά φορά έφτασε και του είπε:

«Φρίντερ, σού 'φερα την πόρτα για να την ασφαλίσεις με τα χέρια σου».

-«Θεέ μου», είπε ο δύστυχος άντρας. «Τι ξύπνια γυναίκα πού 'χω! Κλειδώνει τη μια πόρτα και βγάζει την άλλη, να μπει μέσα όποιος θέλει. Τώρα είναι πια αργά. Δεν προλαβαίνουμε να γυρίσουμε άλλη μια φορά στο σπίτι. Αλλά αφού έφερες την πόρτα ως εδώ, να την κουβαλήσεις μόνη σου και στον υπόλοιπο δρόμο».

-«Εντάξει, Φρίντερ. Θα την κουβαλήσω. Αλλά τα στραγάλια και το ξίδι δεν αντέχω να τα σηκώνω κι αυτά. Θα τα δώσω στην πόρτα κι ας τα κουβαλήσει αυτή».

Προχώρησαν λοιπόν στο δάσος κι όλο έψαχναν να βρουν τους πονηρούς πραματευτάδες, που τους είχαν κλέψει το χρυσάφι τους. Ώσπου στο τέλος νύχτωσε, και ανέβηκαν σ’ ένα δέντρο για να κοιμηθούν. Δεν πρόλαβαν να βολευτούν, και να σου οι κλέφτες, που ήρθαν και στρώθηκαν από κάτω αυτοί που βρίσκουν ό,τι ακόμα δεν έχει χαθεί, αυτοί που παίρνουν ό,τι δικό τους δεν είναι. Άναψαν φωτιά κι άρχισαν να μοιράζουν τα λάφυρα τους. Κατέβηκε αμέσως ο Φρίντερ απ’ την άλλη μεριά, μάζεψε πέτρες, ανέβηκε πάλι στο δέντρο κι άρχισε να τους πετροβολάει. Αλλά όλες του οι πέτρες αστοχούσαν. Κι οι κλέφτες είπαν:

-«Φαίνεται πως δεν θ αργήσει να ξημερώσει κι ο αέρας ρίχνει κάτω τα κουκουνάρια».

Η Κατίνα, με την πόρτα ακόμα στον ώμο της, είχε πια λυγίσει απ’ το πολύ βάρος. Και καθώς νόμιζε πως έφταιγαν τα στραγάλια, γύρισε και είπε στον άντρα της:

-«Αχ, Φρίντερ, θα τα πετάξω τα στραγάλια. Δεν αντέχω!»

-«Όχι τώρα, Κατινάκι!», της απάντησε εκείνος. «Θα μας καταλάβουν!»

-«Μα, άντρα μου, έχει λυγίσει η πλάτη μου! Θα πέσω!»

-«Ε, που να πάρει ο Διάβολος, πέταξε τα!» Κατρακύλησαν λοιπόν τα στραγάλια ανάμεσα στα κλαδιά κι οι κλέφτες από κάτω είπαν:

-«Κουτσουλάνε τα πουλάκια από πάνω μας».

Σε λίγο, κι επειδή την πόρτα την είχε ακόμα στον ώμο, η Κατίνα είπε:

-«Φρίντερ, δεν μπορώ! Θα χύσω και το ξίδι!»

-«Όχι τώρα, Κατινάκι!», της απάντησε εκείνος. «Θα μας καταλάβουν!»

-«Μα, άντρα μου, έχει λυγίσει η πλάτη μου! Θα πέσω!»

-«Ε, που να πάρει ο Διάβολος, χύσε το κι αυτό!» Έχυσε λοιπόν το ξίδι και πιτσίλισε τους κλέφτες κι εκείνοι είπαν μεταξύ τους:

-«Η πρωινή πάχνη άρχισε κι όλας να δροσίζει».

Με τα πολλά η Κατίνα σκέφτηκε:

-«Βρε δε θες να είναι η πόρτα αυτή που με βαραίνει;», και είπε: «Φρίντερ, θα την πετάξω την πόρτα! Κόπηκε πια η μέση μου!»

-«Όχι τώρα, Κατινάκι!», της απάντησε εκείνος. «Θα μας καταλάβουν!»

-«Μα, άντρα μου, έχει λυγίσει η πλάτη μου! Θα πέσω!»

-«Όχι, όχι, Κατινάκι, κράτα τη γερά! Γιατί θα μας καταλάβουν και πάμε χαμένοι!»

-«Φρίντερ, δεν μπορώ, τα χέρια μου λυθήκανε. Θα την αφήσω!»

-«Ε, άσ’ την να πάει στο καλό!», είπε κι ο Φρίντερ θυμωμένος. Κουτρουβαλιάστηκε λοιπόν κι η πόρτα κι έκανε τέτοιο σαματά, που οι κλέφτες πάγωσαν απ’ την τρομάρα τους:

-«Ο ίδιος ο Σατανάς κατέβηκε απ’ αυτό το δέντρο!», φώναξαν κι έφυγαν σαν κυνηγημένοι, αφήνοντας πίσω τους όλα τα κλεψιμαίικα. Νωρίς το πρωί κατέβηκαν απ’ την κρυψώνα τους ο Φρίντερ με την Κατίνα του. Και βρήκαν όλο τους το χρυσάφι και το πήραν στο σπίτι τους.

Όταν έφτασαν με το καλό, είπε ο Φρίντερ στη γυναίκα του:

-«Κατινάκι, τώρα πρέπει πια να βάλεις μυαλό και να δουλέψεις σωστά».

-«Εντάξει, Φρίντερ, θα κάνω όπως μου λες. Θα πάω στο χωράφι ,να θερίζω».

Μόλις έφτασε στο χωράφι όμως, άρχισε ν’ αναρωτιέται:

-«Να φάω πριν θερίσω, για καλύτερα να κοιμηθώ; Καλύτερα να φάω!» Κάθισε λοιπόν κι έφαγε κι απ’ το φαγητό νύσταξε κι άρχισε να θερίζει και να κόβει και μισοκοιμισμένη καθώς ήτανε, έκοψε κι όλα της τα ρούχα στα δυο, ποδιά και φουστάνι και πουκάμισο. Κι όταν ξύπνησε κι είδε πως ήταν μισόγυμνη, τρόμαξε κι άρχισε ν’ αναρωτιέται:

-«Εγώ είμαι; Ή δεν είμαι εγώ;» Στο αναμεταξύ είχε νυχτώσει. Έτρεξε λοιπόν το Κατινάκι στο χωριό και χτύπησε στο παράθυρο του άντρα της:

-«Ε, Φρίντερ!»

-«Τι τρέχει;»

-«Δε μου λες: Είναι μέσα το Κατινάκι;», ρώτησε.

-«Εμ, βέβαια, μέσα είναι και κοιμάται, τέτοια ώρα που είναι!», αποκρίθηκε ο άντρας της. Κι η κακομοίρα είπε με το νου της:

-«Τότε δεν είμαι εγώ». Και πήρε το δρόμο κι έφυγε. Λίγο πιο πέρα συνάντησε κλέφτες, που ήθελαν να μπουν στα σπίτια και να κλέψουν. Τους πλησίασε λοιπόν και τους είπε:

-«Θα σας βοηθήσω». Οι κλέφτες την πίστεψαν, γιατί νόμισαν πως ήξερε τα κατατόπια. Και δέχτηκαν ευχαριστημένοι. Η Κατίνα όμως άρχισε να γυρίζει σ’ όλο το χωριό, πόρτα πόρτα, και να φωνάζει:

-«ε, νοικοκυραίοι! Ήρθαμε να κλέψουμε! Έχετε τίποτα καλό;» Οι κλέφτες τα 'χασαν.

-«Βρε, πού τη βρήκα με τούτη;», είπαν. Και παρακαλούσαν να την ξεφορτωθούν μια ώρα αρχύτερα. Της είπαν λοιπόν:

-«Ο παπάς έχει γογγύλια φυτεμένα στο περιβολάκι του. Άντε να μας φέρεις καμπόσα». Το Κατινάκι πήγε πράγματι κι άρχισε να κόβει γογγύλια. Αλλά τεμπέλα καθώς ήταν, δε σήκωνε τη μέση της κι όλο σκυμμένη έμενε. Έτυχε τώρα και πέρασε από κει ένας άντρας και είδε πως κάποιος σάλευε μέσα στα γογγύλια κι άνθρωπο δεν έβλεπε. Και θάρρεψε πως ήταν ο ίδιος ο Διάβολος. Έτρεξε λοιπόν στον παπά και του είπε:

-«Πάτερ, πάτερ, στο περιβολάκι σου έχει τρυπώσει ο ίδιος ο Διάβολος και μαζεύει γογγύλια!»

-«Θεούλη μου!», φώναξε ο παπάς. «Το πόδι μου με πονάει και δεν μπορώ να τρέξω να τον ξορκίσω».

-«Μη σε νοιάζει, παπά μου. Κι εγώ θα σε κουβαλήσω στην πλάτη μου!», είπε τότε ο άντρας. Κι έτσι έγινε. Έφτασαν λοιπόν στο περιβολάκι του παπά και τη στιγμή εκείνη ακριβώς ανασηκώθηκε το Κατινάκι να ξεμουδιάσει.

-«Αχ, ο Σατανάς!», φώναξε ο παπάς τρομαγμένος. Αμέσως το 'βαλαν κι οι δυο στα πόδια. Κι ο παπάς με το πονεμένο του ποδάρι έτρεχε πιο γρήγορα απ’ τον άλλον, που ήταν γερός.

Πηγή

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ

Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια