Η ΚΥΡΑ - ΚΑΛΗ

Από The Stelios Files
Αναθεώρηση ως προς 15:02, 8 Απριλίου 2019 από τον Admin (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με ''''ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ''' ήταν μια γυναίκα χήρα, που είχε δυο θυγατέρες. Η μια ήταν όμορφη κα...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν μια γυναίκα χήρα, που είχε δυο θυγατέρες. Η μια ήταν όμορφη και πρόθυμη στη δουλειά, η άλλη άσχημη και τεμπέλα. Η μάνα όμως αγαπούσε περισσότερο την άσχημη και τεμπέλα, επειδή ήταν πραγματική της κόρη, ενώ την άλλη, που ήταν προγονή της, την έβαζε να κάνει όλες τις βαριές δουλειές και την είχε τη Σταχτοπούτα τού σπιτικού της. Το δύστυχο το κορίτσι έπρεπε να βγαίνει κάθε μέρα στο πηγάδι, έξω στη δημοσιά, και να γνέθει ώσπου να ματώσουν τα δάχτυλα της. Μια μέρα λοιπόν το αδράχτι της γέμισε αίμα και το κορίτσι έσκυψε πάνω απ’ το πηγάδι, για να το πλύνει. Το αδράχτι όμως της γλίστρησε μέσα απ’ τα δάχτυλα και της έπεσε στο νερό. Κλαίγοντας έτρεξε στη μητριά της και της διηγήθηκε το πάθημα της. Εκείνη όμως της έβαλε άσπλαχνα τις φωνές και της είπε:

-«Όπως το 'ριξες τ’ αδράχτι μέσα στο πηγάδι, έτσι θα πας και να το βγάλεις!»

Γύρισε λοιπόν το κορίτσι στο πηγάδι και δεν ήξερε τι να κάνει. Κι η απελπισία του ήταν τόση που πήδησε μέσα στο πηγάδι για να βγάλει το αδράχτι. Πέφτοντας όλα σκοτείνιασαν γύρω της και λιποθύμησε. Κι όταν συνήλθε, βρέθηκε σ’ ένα όμορφο λιβάδι, ολάνθιστο, όπου έλαμπε χρυσός ο ήλιος. Το κορίτσι σηκώθηκε κι άρχισε να περπατάει, ώσπου έφτασε σ’ έναν φούρνο γεμάτο καρβέλια. Μόλις την είδαν τα ψωμιά, άρχισαν να φωνάζουν:

-«Αχ, βγάλε μας έξω, βγάλε μας έξω, γιατί θα καούμε: είμαστε έτοιμα εδώ και πολλήν ώρα!»

Πλησίασε τότε το κορίτσι και με το φουρνόξυλο τα 'βγαλε όλα ένα - ένα. Ύστερα προχώρησε, ώσπου έφτασε σ’ ένα δέντρο φορτωμένο μήλα και το δέντρο της φώναξε:

-«Αχ, τίναξε με, τίναξε με, όλα τα μήλα είναι γινωμένα!»

Και το κορίτσι τίναξε το δέντρο και τα μήλα έπεσαν βροχή. Κι εκείνη συνέχιζε να τινάζει τα κλαδιά, ώσπου δεν έμεινε πια κανένα μήλο πάνω στο δέντρο. Κι αφού τα μάζεψε όλα σωρό, συνέχισε το δρόμο της, ώσπου έφτασε επιτέλους σ’ ένα μικρό σπιτάκι κι είδε μέσα μια γριά με τόσο μεγάλα δόντια που φοβήθηκε και κόντεψε να το βάλει στα πόδια. Η γριούλα όμως φώναξε:

-«Τι φοβάσαι, κοριτσάκι μου; Μείνε κοντά μου, κι αν φροντίζεις με τάξη και νοικοκυροσύνη το σπιτικό μου, τότε θα περάσεις καλά μαζί μου. Πρόσεχε μονάχα να τινάζεις καλά το πάπλωμα μου, για ν’ αερίζονται τα πούπουλα, να πέφτουν και να χιονίζει κάτω στη γη... Εγώ είμαι η κυρά Καλή».

(Γι αυτό στην Έσση όταν χιονίζει λένε πως «η κυρά-Καλή στρώνει το κρεβάτι της».)

Μιας κι η γριά της είχε μιλήσει με τόση καλοσύνη, το κορίτσι πήρε κουράγιο και δέχτηκε να μπει στη δούλεψη της. Φρόντιζε το σπίτι της μια χαρά και τίναζε το πάπλωμα της όσο μπορούσε πιο δυνατά, ώσπου τα πούπουλα σκορπούσαν κι έπεφταν στη γη σαν νιφάδες χιονιού. Και περνούσε ζωή χαρισάμενη μαζί με την κυρά Καλή, ώσπου ξάφνου άρχισε να στενοχωριέται και στην αρχή δεν ήξερε ούτε η ίδια το γιατί. Και τελικά κατάλαβε ότι ήταν απ’ τη νοσταλγία για το σπίτι της, κι ας περνούσε εδώ χίλιες φορές καλύτερα. Μια μέρα λοιπόν το είπε στην κυρά της:

-«Έχω λαχταρήσει το σπίτι μου. Κι όσο καλά κι αν περνώ εδώ κάτω, δεν μπορώ να μείνω άλλο: πρέπει να γυρίσω στους δικούς μου».

Η κυρά Καλή τότε είπε:

-«Χαίρομαι που θέλεις να γυρίσεις πάλι στους δικούς σου. Κι επειδή μου δούλεψες πιστά και πρόθυμα, θα σ’ ανεβάσω εγώ η ίδια στη γη».

Και μ’ αυτά τα λόγια την πήρε απ’ το χέρι και την οδήγησε σε μια μεγάλη πύλη. Η πύλη άνοιξε και τη στιγμή που το κορίτσι περνούσε από μέσα της, άρχισε να πέφτει χρυσή βροχή. Κι όλο το χρυσάφι έμεινε πάνω της, ώσπου σκεπάστηκε μ’ αυτό από την κορυφή ως τα νύχια.

-«Αυτή είναι η ανταμοιβή σου, επειδή δούλεψες με τόση προθυμία», της είπε η κυρά-Καλή και της έδωσε και το παλιό της αδράχτι, που της είχε πέσει μέσα στο πηγάδι. Έπειτα έκλεισε την πύλη και το κορίτσι βρέθηκε στη στιγμή πάνω στη γη, κοντά στο σπίτι της μητριάς του. Κι όταν μπήκε στην αυλή, το κοκόρι στο πηγάδι φώναξε:

«Κικιρίκου ! Ήρθε πάλι
η χρυσή μας η κοπέλα
με κορόνα στο κεφάλι!»

Το κορίτσι μπήκε τότε μέσα στο σπίτι, κι επειδή ήταν έτσι βουτηγμένο στο χρυσάφι, η μητριά τη δέχτηκε όλο χαρά κι η αδελφή της όλο καλοσύνη.

Και η μικρή κάθισε και τους τα είπε όλα, με το νι και με το σίγμα. Κι όταν η μάνα άκουσε πώς έγινε και απόχτησε τόσα πλούτη, βάλθηκε να στείλει στην κυρά-Καλή και την πραγματική της θυγατέρα, την άσχημη και την τεμπέλα. Την έστειλε λοιπόν κι αυτήν να κάθεται στο πηγάδι και να γνέθει. Και για να ματώσει το αδράχτι της, την ορμήνεψε να τρυπήσει το δάχτυλο της στ’ αγκάθια του φράχτη. Έτσι κι έκανε το κορίτσι κι ύστερα έριξε το αδράχτι στο πηγάδι και πήδησε κι αυτή μέσα. Βγήκε, όπως κι η άλλη, σ ένα πανέμορφο λιβάδι και άρχισε να βαδίζει στο ίδιο μονοπάτι. Όταν έφτασε στο φούρνο, τα καρβέλια της φώναξαν:

-«Αχ, βγάλε μας έξω, βγάλε μας έξω, γιατί θα καούμε: είμαστε έτοιμα εδώ και πολλήν ώρα!»

Η τεμπέλα όμως αποκρίθηκε:

-«Τι λες καλέ; Και γιατί να λερώσω τα χέρια μου;» Και αδιάφορη συνέχισε το δρόμο της, ώσπου έφτασε στη μηλιά, κι η μηλιά της φώναξε:

-«Αχ, τίναξε με, τίναξε με, όλα τα μήλα είναι γινωμένα!»

Εκείνη όμως αποκρίθηκε:

«Τι λες καλέ; Κι αν μού 'ρθει κανένα στο κεφάλι;» Και αδιάφορη συνέχισε το δρόμο της. Όταν έφτασε στο σπίτι της κυρά-Καλής, δεν φοβήθηκε, γιατί είχε ακούσει για τα μεγάλα της δόντια κι αμέσως μπήκε στη δούλεψη της. Την πρώτη μέρα έβαλε τα δυνατά της και δούλεψε με προθυμία κι άκουγε ό,τι της έλεγε η κυρά της. Γιατί είχε στο μυαλό της το χρυσάφι που θα της χάριζε. Αλλά τη δεύτερη μέρα κιόλας άρχισε να τεμπελιάζει, και την τρίτη δεν ήθελε καν να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι της. Ούτε το κρεβάτι της κυρά-Καλής δεν έστρωνε, όπως έπρεπε, ούτε το πάπλωμα της τίναζε, να φουσκώσουν και ν’ αεριστούν τα πούπουλα.

Κι η κυρά-Καλή γρήγορα τη βαρέθηκε κι αποφάσισε να τη διώξει. Η τεμπέλα χάρηκε, γιατί θάρρεψε πως τώρα την περίμενε η χρυσή βροχή. Η κυρά-Καλή την πήρε απ’ το χέρι και την οδήγησε κάτω απ’ τη μεγάλη πύλη: αντί όμως για χρυσάφι, άδειασε πάνω της έναν μεγάλο κουβά καρβουνόσκονη.

-«Αυτή είναι η ανταμοιβή σου, για τον καιρό που μου δούλεψες», της είπε η κυρά-Καλή κι έκλεισε την πύλη. Έτσι γύρισε η τεμπέλα σπίτι της, μαυρισμένη απ’ την κορφή ως τα νύχια. Κι ο κόκορας στο πηγάδι φώναξε, σαν την είδε:

«Κικιρίκου ! Ήρθε πάλι
η μικρή μας η τεμπέλα
μαυρισμένη ως το κεφάλι!»

Κι η καρβουνόσκονη έμεινε κολλημένη πάνω της και δεν έβγαινε, όσο κι αν την έπλενε. Κι έμεινε έτσι ως το τέλος της ζωής της.

Πηγή

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ

Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια