ΤΑ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΑΚΙΑ

Από The Stelios Files
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.

1 Πρώτο παραμύθι

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας τσαγκάρης, που χωρίς να φταίει, έπεσε σε μεγάλη φτώχεια. Και δεν τού 'μεινε πια τίποτα παρά μονάχα ένα κομμάτι δέρμα για ένα ζευγάρι παπούτσια. Κάθισε λοιπόν αποβραδίς κι έκοψε το δέρμα, για να ξυπνήσει το πρωί και να φτιάξει τα παπούτσια. Κι επειδή είχε ήσυχη τη συνείδηση του, έκανε το σταυρό του κι έπεσε στο κρεβάτι του να κοιμηθεί.

Την άλλη μέρα, αφού ξύπνησε κι είπε την προσευχή του, ετοιμάστηκε να καθίσει στον πάγκο του να δουλέψει. Τι να δει όμως; Τα παπούτσια ήταν έτοιμα, στολισμένα πάνω στον πάγκο του! Τα πήρε στα χέρια του για να τα δει από κοντά κι ήταν στ’ αλήθεια τόσο καλά δουλεμένα που ούτε μια βελονιά δεν ήταν στραβά κεντημένη, λες και τά 'χε φτιάξει ο καλύτερος τσαγκάρης της πολιτείας. Σε λίγο μπήκε μέσα ένας πελάτης κι επειδή τα παπούτσια τού άρεσαν πολύ, πλήρωσε διπλά για να τ’ αγοράσει. Ο τσαγκάρης μας λοιπόν αγόρασε δέρμα για δυο ζευγάρια παπούτσια. Τό 'κοψε κι αυτό αποβραδίς να τό 'χει έτοιμο την άλλη μέρα το πρωί να δουλέψει. Αλλά δεν χρειάστηκε: όταν ξύπνησε, βρήκε πάλι τα δυο ζευγάρια έτοιμα. Οι πελάτες δεν άργησαν νά 'ρθουν κι αυτή τη φορά ο τσαγκάρης πήρε χρήματα αρκετά και αγόρασε δέρμα για τέσσερα ζευγάρια παπούτσια. Την άλλη μέρα το πρωί βρήκε πάλι τα παπούτσια έτοιμα.

Κι έτσι έγινε και την άλλη και την παράλλη: όσα ζευγάρια παπούτσια έκοβε αποβραδίς, τά 'βρισκε έτοιμα την άλλη μέρα το πρωί. Ώσπου έγινε πλούσιος. Κι ένα βράδυ, λίγο πριν απ’ τα Χριστούγεννα, την ώρα του τέλειωσε τη δουλειά του κι ετοιμάστηκε να πάει για ύπνο, είπε στη γυναίκα του:

-«Γυναίκα, τι θά 'λεγες να μείνουμε ξύπνιοι τούτη τη νύχτα, να δούμε ποιος κάνει όλη τούτη τη δουλειά για χάρη μας;»

Η γυναίκα του συμφώνησε και άναψε μια μικρή λάμπα για να βλέπουν, ύστερα κρύφτηκαν στη γωνίτσα και κράτησαν τα μάτια τους ανοιχτά, να μην κοιμηθούν.

Όταν χτύπησαν μεσάνυχτα, ήρθαν δυο μικρούλικα γυμνά καλικαντζαράκια, κάθισαν στον πάγκο του τσαγκάρη, πήραν τα κομμάτια το δέρμα κι άρχισαν να ράβουν και να καρφώνουν τόσο γρήγορα κι επιδέξια με τα μικροσκοπικά τους δαχτυλάκια που ο τσαγκάρης έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα απ’ την κατάπληξη και το θαυμασμό. Τα δυο καλικαντζαράκια δεν σταμάτησαν, ώσπου τέλειωσαν όλη τη δουλειά. Τότε έδωσαν έναν πήδο κι έφυγαν, όπως είχαν έρθει.

Την άλλη μέρα το πρωί η γυναίκα είπε στον άντρα της:

-«Τα δυο καλικαντζαράκια μάς έκαναν πλούσιους. Πρέπει να τους δείξουμε την ευγνωμοσύνη μας. Έτσι γυμνά που τριγυρνάνε, θα κρυώνουν. Έχω μια ιδέα: Θα τους ράψω πουκαμισάκια, παντελονάκια και γιλεκάκια. Και θα τους πλέξω κι από ένα ζευγάρι κάλτσες. Κάτσε κι εσύ και φτιάξ’ τους από ένα ζευγάρι παπουτσάκια».

Ο άντρας δεν περίμενε να του το πει δεύτερη φορά. Ως το βράδυ είχαν τελειώσει. Κι αντί ν’ αφήσουν τον πάγκο φορτωμένο με δουλειά, όπως πάντα, τον στόλισαν με τα δωράκια τους. Ύστερα κρύφτηκαν, να δουν τι θα γίνει. Τα μεσάνυχτα ήρθαν πάλι τα δυο καλικαντζαράκια κι ετοιμάστηκαν να πιάσουν δουλειά. Αλλά δουλειά δεν βρήκαν. Κι όταν είδαν τα μικροσκοπικά ρουχαλάκια και τις κάλτσες και τα παπούτσια, απόρησαν στην αρχή. Έπειτα όμως δεν ήξεραν τι να κάνουν απ’ τη χαρά τους. Χορεύοντας και γελώντας ντύθηκαν, κι όλο καμάρι πηδούσαν και τραγουδούσαν:

-«Είμαστε όμορφα ντυμένοι και ποδεμένοι και στολισμένοι! Με τόση λεβεντιά και χάρη, γιατί να κάνουμε τον τσαγκάρη;»

Έτσι χόρευαν και τραγουδούσαν και στριφογύριζαν σ’ όλη την κάμαρη, πηδούσαν πάνω στις καρέκλες και στα τραπέζια με κέφι και χαρά. Στο τέλος, χορεύοντας πάντα, βγήκαν απ’ την πόρτα κι έφυγαν. Και δεν ξαναγύρισαν ποτέ πια. Αλλά κι ο τσαγκάρης έζησε καλά κι εμείς καλύτερα.

2 Δεύτερο παραμύθι

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν μια φτωχή υπηρετριούλα, εργατική και πρόθυμη, που σκούπιζε κάθε μέρα το σπίτι και πέταγε τα σκουπίδια σ’ έναν μεγάλο σωρό έξω από την πόρτα. Ένα πρωί, λοιπόν, την ώρα που ετοιμαζόταν να ξεκινήσει τη δουλειά της, βρήκε ένα γράμμα πάνω στο σωρό των σκουπιδιών. Κι επειδή δεν ήξερε να διαβάζει, άφησε τη σκούπα στη γωνιά και πήγε το γράμμα στ’ αφεντικά της: ήταν μια πρόσκληση απ’ τα καλικαντζαράκια που την καλούσαν να γίνει κουμπάρα τους και να τους βαφτίσει ένα απ’ τα μωρά τους. Το κορίτσι δεν ήξερε τι να κάνει. Με τα πολλά, κι αφού τ’ αφεντικά της της είπαν ότι δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί, δέχτηκε. Ήρθαν τότε τρία καλικαντζαράκια και την πήραν μαζί τους σ’ ένα κούφιο βουνό, εκεί που ζούσαν. Εκεί όλα ήταν πολύ μικρούτσικα, τόσο μικρά και λεπτοδουλεμένα και όμορφα που δεν βρίσκονται λόγια να το πουν. Η λεχώνα ήταν ξαπλωμένη σ’ ένα κρεβατάκι από μαύρο έβενο, στολισμένο με μαργαριταράκια. Τα στρωσίδια ήταν από φίλντισι κι η κολυμπήθρα χρυσή. Το κορίτσι έγινε λοιπόν νονά, βάφτισε το μωρό κι ετοιμάστηκε να γυρίσει στο σπίτι της. Τα καλικαντζαράκια όμως δεν την άφησαν να φύγει, παρά επέμεναν να την κρατήσουν κοντά τους τρεις μέρες. Έμεινε, λοιπόν, και πέρασε ωραία και καλά. Κι οι καλικάντζαροι της έκαναν όλα τα χατίρια. Κι όταν πέρασαν οι τρεις μέρες κι ετοιμάστηκε πάλι να φύγει, της γέμισαν τις τσέπες της χρυσάφι και την οδήγησαν έξω από το βουνό. Το κορίτσι γύρισε στο σπίτι της και πήρε τη σκούπα απ’ τη γωνιά, να συνεχίσει τη δουλειά της. Αλλά άγνωστοι άνθρωποι πρόβαλαν στην πόρτα του σπιτιού και τη ρώτησαν ποια ήταν και τι ήθελε. Γιατί δεν είχαν περάσει τρεις μέρες μονάχα, όπως θαρρούσε η κακομοίρα, αλλά εφτά ολόκληρα χρόνια. Και τα παλιά της αφεντικά είχαν στο μεταξύ πεθάνει.

3 Τρίτο παραμύθι

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ τα καλικαντζαράκια πήραν ένα μωρό μέσα απ’ την κούνια του. Και στη θέση του άφησαν έναν διαβολόσπορο, που ήξερε μονάχα να τρώει και να πίνει. Η κακομοίρα η μάνα δεν ήξερε τι να κάνει με τη συμφορά που τη βρήκε. Πήγε λοιπόν στη γειτόνισσα και τη ρώτησε τη συμβουλή της. Εκείνη τότε της είπε ν’ ανάψει φωτιά και να βάλει νερό να βράσει μέσα σε τσόφλια από αυγά. Αυτό θά 'κανε το διαβολόσπορο να γελάσει πολύ. Κι αν τον κατάφερνε να γελάσει, τότε θα ησύχαζε μια και καλή απ’ αυτόν. Η γυναίκα έκανε ό,τι της είπε η γειτόνισσα της. Την ώρα που γέμισε τα τσόφλια με νερό και τά 'βαλε στη φωτιά, ο διαβολόσπορος είπε:

-«Έχουν δει κι έχουν δει τα μάτια μου, αλλά τέτοιο πράγμα δεν έχω ματαϊδεί: άκου να βράζει νερό μέσα στα τσόφλια των αυγών!» Κι άρχισε να γελάει και να γελάει και σταματημό δεν είχε. Κι έτσι καθώς γελούσε, πλήθος καλικαντζαράκια πρόβαλαν ξάφνου κι έφεραν το σωστό μωρό, τ’ άφησαν στην κούνια και πήραν μαζί τους το διαβολόσπορο.

4 Πηγή

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ

Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια