ΤΑ ΔΩΔΕΚΑ ΑΔΕΡΦΙΑ

Από The Stelios Files
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ζούσαν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα. Ήταν πολύ αγαπημένοι μεταξύ τους και είχαν δώδεκα παιδιά, όλα αγόρια. Μια μέρα λοιπόν ο βασιλιάς είπε στη γυναίκα του:

-«Αν το δέκατο τρίτο παιδί που θα φέρεις στον κόσμο είναι κορίτσι, τότε τα δώδεκα αγόρια μας πρέπει να πεθάνουν, για να μείνουν στην κόρη μας όλα μας τα πλούτη και να κληρονομήσει αυτή μόνη της το βασίλειο».

Πρόσταξε μάλιστα να του φτιάξουν δώδεκα φέρετρα, τα γέμισε πριονίδι, έβαλε από ένα σάβανο στο καθένα και τα κλείδωσε σε μια κρυφή κάμαρη. Το κλειδί το 'δωσε στη βασίλισσα και της είπε να μη μιλήσει σε κανέναν γι αυτό. Η μάνα όμως καθόταν όλη μέρα πικραμένη κι έκλαιγε. Τόσο που ο μικρός της γιος, που τον έλεγε Βενιαμίν σαν εκείνον της Βίβλου, δεν άντεξε και τη ρώτησε:

-«Μητέρα μου αγαπημένη, γιατί είσαι τόσο λυπημένη;»

-«Καλό μου παιδί", του αποκρίθηκε εκείνη, «έχω ορκιστεί να κρατήσω τη λύπη μου κρυφή».

Εκείνος όμως τη ρωτούσε και την ξαναρωτούσε, ώσπου η βασίλισσα δεν άντεξε πια, τον πήρε μαζί της, ξεκλείδωσε την κρυφή κάμαρη και του έδειξε τα δώδεκα φέρετρα τα γεμάτα πριονίδι. Και του είπε: 

-«Αγαπημένε μου Βενιαμίν, αυτά τα φέρετρα τα παράγγειλε ο πατέρας σου για σένα και για τα έντεκα αδέλφια σου. Γιατί αν το παιδί που θα φέρω στον κόσμο είναι κορίτσι, όλοι σας θα πρέπει να πεθάνετε». Και μ’ αυτά τα λόγια άρχισε πάλι να κλαίει πικρά.

Ο γιος της όμως ο μικρός την παρηγόρησε και της είπε:

-«Μη στενοχωριέσαι, μητερούλα. Εμείς θα τα καταφέρουμε και θα φύγουμε μακριά».

Κι εκείνη του απάντησε:

-«Πάρε τ’ αδέλφια σου και πηγαίνετε στο δάσος. Κι ένας από σας να σκαρφαλώνει κάθε μέρα στο πιο ψηλό δέντρο που θα βρείτε, να φυλάει σκοπιά, να παρακολουθεί τον πιο ψηλό πύργο του παλατιού. Αν γεννήσω αγόρι, θα βάλω να σηκώσουν άσπρη σημαία, και τότε είστε ελεύθεροι να γυρίσετε. Αν γεννήσω κορίτσι, θα βάλω να σηκώσουν κόκκινη σημαία: τότε να φύγετε όσο πιο γρήγορα μπορείτε. Κι ο Θεός μαζί σας. Κάθε νύχτα θα σηκώνομαι και θα προσεύχομαι για σας, το χειμώνα να βρίσκετε φωτιά να ζεσταίνεστε, το καλοκαίρι να 'χετε σκιά να δροσίζεστε».

Έτσι έδωσε την ευχή της στα παιδιά της κι εκείνα έφυγαν να κρυφτούν στο δάσος. Ένας μετά τον άλλον ανέβαιναν στην κορφή της πιο ψηλής βελανιδιάς και αγνάντευαν τον πύργο του παλατιού. Έντεκα μέρες πέρασαν κι ήταν η σειρά του Βενιαμίν να φυλάξει σκοπιά. Απ’ την κορφή του δέντρου είδε ο μικρός γιος της βασίλισσας το σημάδι που περίμεναν: Η σημαία όμως δεν ήταν άσπρη ήταν η κόκκινη σημαία, κόκκινη σαν το αίμα, που έφερνε το μήνυμα του θανάτου. Θύμωσαν τ' αδέρφια όταν τ’ άκουσαν, κι έδωσαν όρκο μεταξύ τους:

-«Για χάρη ενός κοριτσιού, αποφάσισαν να μας καταδικάσουν σε θάνατο! Γι αυτό κι εμείς παίρνουμε όρκο το πρώτο κορίτσι που θα συναντήσουμε στο δρόμο μας, θα το σφάξουμε και το αίμα του θα τρέξει κόκκινο στη γη!»

Ύστερα προχώρησαν ακόμα πιο βαθιά μέσα στο δάσος, ώσπου στο πιο σκοτεινό σημείο του βρήκαν ένα άδειο, μαγεμένο σπιτάκι.

-«Εδώ θα μείνουμε», αποφάσισαν. «Κι εσύ, Βενιαμίν, που είσαι ο πιο μικρός κι ο πιο αδύναμος, θα κάθεσαι στο σπίτι και θα φροντίζεις τις δουλειές. Εμείς θα πηγαίνουμε για κυνήγι και θα φέρνουμε το φαγητό."

Έβγαιναν λοιπόν στο δάσος και χτυπούσαν λαγούς κι άγρια ελάφια, πουλιά και περιστέρια και ό,τι άλλο έβρισκαν καλό για φάγωμα. Και τα 'φερναν όλα στον Βενιαμίν, να τους τα μαγειρέψει, να χορτάσουν την πείνα τους. Δέκα χρόνια έζησαν έτσι όλοι μαζί στο σπιτάκι του δάσους κι ούτε το 'νιωσαν ότι πέρασε τόσος καιρός.

Στο μεταξύ η κορούλα της βασίλισσας είχε μεγαλώσει κι είχε γίνει κοριτσάκι καλόκαρδο κι όμορφο" και ένα χρυσό αστέρι στόλιζε το μέτωπο της. Μια μέρα, που είχαν μπουγάδα στο παλάτι, η μικρή είδε τις πλύστρες ν’ απλώνουν δώδεκα αντρικά πουκάμισα στον ήλιο. Και ρώτησε τη μητέρα της:

-«Τίνος είναι αυτά τα δώδεκα πουκάμισα; Είναι πολύ μικρά για να 'ναι του πατέρα».

Βαριαναστενάζοντας η βασίλισσα της αποκρίθηκε: 

-«Αχ, παιδί μου, αυτά τα πουκάμισα ανήκουν στα δώδεκα αδέρφια σου».

-«Πού είναι, μητέρα;», ρώτησε το κοριτσάκι. «Πρώτη μου φορά ακούω πως έχω δώδεκα αδέρφια".

Η μητέρα τότε πήρε τη θυγατέρα της και της έδειξε την κάμαρη με τα δώδεκα φέρετρα.

-«Αυτά τα φέρετρα», της είπε, «ήταν προορισμένα για τ’ αδέρφια σου. Εκείνα όμως το 'σκασαν κρυφά, πριν γεννηθείς».

Και της εξήγησε πώς είχαν γίνει τα πράγματα. Και το κοριτσάκι της είπε:

-«Καλή μου μητερούλα, μην κλαις. Κι εγώ θα πάω να βρω τ’ αδέρφια μου και να σου τα φέρω πίσω».

Πήρε λοιπόν τα δώδεκα πουκάμισα και μια και δυο ξεκίνησε για το μεγάλο δάσος. Όλη μέρα περπατούσε και το βράδυ έφτασε στο μαγεμένο σπιτάκι στην καρδιά του δάσους. Άνοιξε την πόρτα η μικρή και βρήκε ένα παλικαράκι. Με θαυμασμό αντίκρισε ο Βενιαμίν την ομορφιά της, τα βασιλικά της ρούχα και το χρυσό αστέρι στο μέτωπο της. Και τη ρώτησε:

-«Πούθε έρχεσαι, κόρη, και πού πηγαίνεις;»

-«Βασιλοπούλα είμαι», του αποκρίθηκε το κοριτσάκι. «Και ψάχνω τα δώδεκα αδέρφια μου. Ως τα πέρατα της γης θα φτάσω, για να τα ξαναβρώ».

Και τού 'δειξε τα δώδεκα πουκάμισα που είχε μαζί της. Ο Βενιαμίν κατάλαβε ότι ήταν η μικρή τους αδερφή και της λέει:

-«Εγώ είμαι ο Βενιαμίν, ο μικρότερος απ’ τα δώδεκα αδέρφια σου». Τότε έκλαψαν μαζί από χαρά αγκαλιάζοντας και φιλώντας ο ένας τον άλλον όλο αγάπη. Ύστερα εκείνος μίλησε και είπε:

-«Αγαπημένη μου αδερφούλα, υπάρχει ακόμα ένα εμπόδιο. Είχαμε πάρει όρκων α σκοτώσουμε όποιο κορίτσι θ’ απαντούσαμε στο δρόμο μας, γιατί εξαιτίας ενός κοριτσιού αναγκαστήκαμε να φύγουμε απ’ το παλάτι μας».

-«Με χαρά θα δώσω τη ζωή μου, αν είναι έτσι να σώσω τα δώδεκα αδέρφια μου».

-«Όχι», την έκοψε ο Βενιαμίν. «Δεν πρέπει να πεθάνεις. Κρύψου κάτω απ’ αυτό το κοφίνι, μέχρι να 'ρθουν οι άλλοι έντεκα. Κι εγώ θα τους καταφέρω ν’ αλλάξουν γνώμη».

Πράγματι έτσι έγινε. Κι όταν νύχτωσε για τα καλά, γύρισαν τα έντεκα αδέρφια απ’ το κυνήγι τους και βρήκαν το φαγητό έτοιμο να τους περιμένει στο τραπέζι. Κάθισαν λοιπόν κι άρχισαν να τρώνε και τρώγοντας ρώτησαν τον Βενιαμίν:

-«Τι νέα;»

Κι εκείνος απόρησε:

-«Δεν τα μάθατε; Δεν ξέρετε τίποτα;»

-«Όχι», του αποκρίθηκαν. Κι εκείνος τους ξαναρώτησε:

-«Εσείς βγαίνετε έξω και πάτε για κυνήγι στο δάσος. Και περιμένετε από μένα, που είμαι κλεισμένος εδώ μέσα, να σας πω τα νέα;»

-«Πες μας, λοιπόν!», του φώναξαν οι υπόλοιποι. Εκείνος όμως δεν έλεγε ν’ ανοίξει το στόμα του.

-«Πρώτα θα μου δώσετε το λόγο σας ότι δεν θα πειράξουμε το πρώτο κορίτσι που θα τύχει να συναντήσουμε, και μετά θα σας πω!»

-«Εντάξει, θα τ’ αφήσουμε να ζήσει! Λέγε, λοιπόν!», είπαν οι άλλοι ανυπόμονα. Και τότε εκείνος μίλησε και είπε:

-«Είναι εδώ η αδερφή μας!" Και σήκωσε το καλάθι και φανερώθηκε η βασιλοπούλα ντυμένη με τα βασιλικά της ρούχα και με το χρυσό αστέρι στο μέτωπο. Κι ήταν τόσο όμορφη που έλαμπε ολόκληρη. Χαρά πλημμύρισε τις καρδιές όλων τους και την αγκάλιαζαν και τη φιλούσαν με αγάπη.

Από κείνη τη μέρα έμεινε κοντά τους. Καθόταν μαζί με τον Βενιαμίν στο σπίτι και τον βοηθούσε στις δουλειές του. Οι άλλοι έντεκα πήγαιναν για κυνήγι, έπιαναν αγριοπούλια, ελάφια, λαγούς και περιστέρια. Κι ο Βενιαμίν με τη μικρή τα μαγείρευαν για να 'χουν να τρώνε όλοι τους. Εκείνη μάζευε ξύλα για τη φωτιά, έκοβε χόρτα, έβαζε το καζάνι να βράσει. Κι έτσι το φαγητό ήταν πάντα έτοιμο στην ώρα του. Κι ακόμα συγύριζε και νοικοκύρευε το σπιτάκι, κι έστρωνε τα κρεβάτια ωραία και καθαρά. Και τ’ αδέρφια της ήταν πολύ ευχαριστημένα και ζούσαν όλοι μαζί αγαπημένοι.

Μια μέρα ο Βενιαμίν κι η αδερφή του είχαν μαγειρέψει ένα νόστιμο φαγητό. Κι όταν γύρισαν κι οι υπόλοιποι, ετοιμάστηκαν να καθίσουν όλοι μαζί να φάνε και να πιούνε. Κι ήταν όλο χαρά. Αλλά έξω απ’ το μαγεμένο σπιτάκι ήταν ένας μικρός κήπος, κι εκεί είχαν φυτρώσει δώδεκα κρίνα. Η μικρή σκέφτηκε να κόψει τα λουλούδια και να τα χαρίσει στ’ αδέρφια της, στο βραδινό τραπέζι. Μόλις όμως έκοψε και το τελευταίο κρίνο, την ίδια εκείνη στιγμή, τα δώδεκα αδέρφια της μεταμορφώθηκαν σε δώδεκα κοράκια και πέταξαν μακριά πάνω απ’ το δάσος. Και το μικρό σπιτάκι χάθηκε κι αυτό. Το καημένο το κοριτσάκι βρέθηκε ξάφνου μονάχο του μέσα στην ερημιά. Έριξε μια ματιά γύρω της και είδε μια γριά, που γύρισε και της είπε:

-«Τι έκανες, μικρή μου; Γιατί δεν τ άφηνες ήσυχα τα δώδεκα άσπρα λουλούδια! Αυτά ήταν τ' αδέρφια σου. Τώρα μεταμορφώθηκαν σε κοράκια κι έτσι θα μείνουν για πάντα!»

Κλαίγοντας ρώτησε το κοριτσάκι:

-«Και δεν υπάρχει τρόπος για να σωθούν;»

-«Όχι», αποκρίθηκε η γριά. «Δεν υπάρχει παρά ένας μονάχα τρόπος για να σωθούνε. Είναι όμως τόσο δύσκολος που αποκλείεται να τα καταφέρεις να τους βοηθήσεις. Γιατί θα πρέπει να βουβαθείς για εφτά ολόκληρα χρόνια, να μη μιλήσεις, να μη γελάσεις. Κι αν πεις έστω και μία μόνο λέξη, αν λείπει έστω και μία μόνο ώρα απ’ τα εφτά χρόνια, τότε άδικα θα πάνε όλοι σου οι κόποι, κι αυτή η λέξη θα σκοτώσει και τα δώδεκα αδέρφια σου».

Τότε το κορίτσι είπε μέσα του:

-«Είμαι σίγουρη πως θα τα καταφέρω να σώσω τ’ αδέρφια μου».

Βρήκε λοιπόν ένα ψηλό δέντρο, ανέβηκε στα κλαδιά του κι έκλωθε και δεν μιλούσε και δεν γελούσε. Μια μέρα όμως η τύχη το 'φερε κι ένας βασιλιάς βγήκε στο δάσος να κυνηγήσει. Κι ο βασιλιάς είχε ένα μεγάλο λαγωνικό, που πήγε ίσια στο δέντρο του κοριτσιού κι άρχισε να γαβγίζει και να πηδάει ολόγυρα αγριεμένο. Ο βασιλιάς πλησίασε και είδε την όμορφη βασιλοπούλα με το χρυσό αστέρι στο μέτωπο και θαμπώθηκε τόσο απ’ την ομορφιά της, που τη ρώτησε αν ήθελε να γίνει γυναίκα του. Εκείνη δεν έδωσε απάντηση, μόνο έγνεψε ανάλαφρα με το κεφάλι της και τού 'κανε νόημα πως δέχεται. Σκαρφάλωσε τότε ο βασιλιάς στο δέντρο και την κατέβασε και την πήρε στο άλογο του και την έφερε στο παλάτι του. Κι έγιναν οι γάμοι με χαρές και πανηγύρια. Η νύφη όμως ούτε μίλησε ούτε γέλασε. Έζησαν έτσι ευτυχισμένοι λίγα χρόνια, ώσπου η μάνα του βασιλιά, που ήτανε κακιά στην ψυχή της, άρχισε να βάζει λόγια στο γι ο της για τη νεαρή γυναίκα του:

-«Πήγες και μάζεψες μια παλιο ζητιάνα απ’ το δρόμο και την ανέβασες στο θρόνο σου! Ποιος ξέρει τι βρομοδουλειές σκαρώνει πίσω απ’ την πλάτη σου! Κι αν ακόμα δεν έχει μιλιά να μιλήσει, θα μπορούσε, μια φορά έστω, να γελάσει... Όποιος δεν γελάει ποτέ του, έχει σίγουρα κάτι κακό να κρύψει». Ο βασιλιάς στην αρχή δεν την πίστεψε. Η γριά όμως δεν τον άφηνε σε χλωρό κλαρί, συνέχεια κατηγορούσε τη νύφη της για ένα σωρό φριχτά κι απαίσια πράγματα, ώσπου τον έπεισε να την καταδικάσει σε θάνατο.

Μάζεψαν λοιπόν έναν θεόρατο σωρό ξύλα στην αυλή του παλατιού κι ετοιμάστηκαν να την κάψουν. Κι ο βασιλιάς στεκόταν ψηλά στο παραθύρι του και κοίταζε με μάτια δακρυσμένα, γιατί ακόμα την αγαπούσε. Κι όταν πια την έδεσαν στον πάσσαλο κι οι φλόγες έγλειφαν κατακόκκινες τα ρούχα της, τότε πέρασε και πέταξε μακριά και το τελευταίο λεπτό των εφτά χρόνων. Φτερούγισμα ακούστηκε στον αέρα και δώδεκα κοράκια κατέβηκαν από ψηλά χτυπώντας τις φτερούγες τους. Τη στιγμή όμως που άγγιξαν τη γη, πήραν ξανά την αλλοτινή μορφή τους κι έγιναν δώδεκα παλικάρια. Ήταν τα δώδεκα αδέρφια της, που με τη σιωπή της τα είχε λυτρώσει απ’ το κακό ξόρκι. Αμέσως όρμησαν κι έσβησαν τη φωτιά, έλυσαν την αδερφή τους, την αγκάλιασαν και τη φιλούσαν όλοι μαζί. Κι εκείνη, τώρα πια που μπορούσε ν’ ανοίξει το στόμα της και να μιλήσει, εξήγησε στο βασιλιά γιατί δεν γελούσε ποτέ και δεν έλεγε τίποτα. Ο βασιλιάς χάρηκε που η γυναίκα του η αγαπημένη ήταν αθώα, κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Κι η κακιά πεθερά δικάστηκε και καταδικάστηκε. Την έκλεισαν σ’ ένα βαρέλι με ζεματιστό λάδι και φίδια φαρμακερά και βρήκε έτσι το τέλος που της άξιζε .

Πηγή

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ