Ο ΨΑΡΑΣ ΚΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ

Από The Stelios Files
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας ψαράς, που ζούσε με τη γυναίκα του σ’ ένα καλυβάκι κοντά στη θάλασσα. Κάθε μέρα ο ψαράς πήγαινε στην ακρογιαλιά και ψάρευε: ψάρευε και ψάρευε με τις ώρες. Έτσι καθόταν μια μέρα πάλι και ψάρευε, κοιτάζοντας ώρες ατελείωτες τα διάφανα νερά, και έριχνε την πετονιά του όσο πιο βαθιά μπορούσε. Και ξάφνου ένιωσε ένα τσίμπημα στ’ αγκίστρι του. Τραβάει και τι να δει; Είχε πιάσει ένα μεγάλο ψάρι. Και το ψάρι τού μίλησε και του είπε:

-«Άκου, ψαρά, σε παρακαλώ, χάρισε μου τη ζωή. Δεν είμαι ψάρι αληθινό, αλλά ένας μαγεμένος πρίγκιπας. Τι θα κερδίσεις αν με σκοτώσεις; Το κρέας μου δεν είναι καθόλου νόστιμο. Ρίξε με πάλι στο νερό κι άσε με να φύγω».

-«Μπα!», έκανε απορημένος ο ψαράς, «δεν χρειάζονται τόσα πολλά λόγια για να σ' αφήσω. Δεν έχω καμιά όρεξη να φάω ένα ψάρι που ξέρει να μιλάει».

Κι έριξε έτσι το ψάρι ξανά στο νερό και το ψάρι χάθηκε στα βαθιά αφήνοντας πίσω του μια λεπτή γραμμή από αίμα. Ο ψαράς σηκώθηκε τότε και γύρισε στο καλύβι του.

-«Λοιπόν;» τον ρώτησε η γυναίκα του. «Δεν έπιασες τίποτα σήμερα;»

-«Όχι», αποκρίθηκε ο ψαράς. «Έπιασα δηλαδή ένα μεγάλο ψάρι, αλλά μου μίλησε και μου είπε πως είναι ένας μαγεμένος πρίγκιπας. Κι έτσι το 'ριξα πάλι στα νερά και τ’ άφησα να φύγει».

-«Και δεν του ζήτησες τίποτα; Δεν έκανες καμιά ευχή;», ρώτησε η γυναίκα.

-«Όχι», αποκρίθηκε ο ψαράς. «Τι έπρεπε να ευχηθώ;»

-«Αχ», αναστέναξε η γυναίκα του. «Δεν είναι κρίμα να ζούμε εδώ μέσα, σε μια στενάχωρη και σκοτεινή βρομοκαλύβα; Θα μπορούσες να ζητήσεις ένα ωραίο, καθαρό σπιτάκι. Άντε πίσω να το φωνάξεις και να του το ζητήσεις! Πες του πως θέλουμε ένα όμορφο σπιτάκι. Θα σου κάνει σίγουρα αυτή τη χάρη!»

-«Μα. .. δεν έχω καμιά όρεξη να τρέχω πάλι εκεί κάτω!», διαμαρτυρήθηκε ο ψαράς.

-«Μην είσαι κουτός!», τον έσπρωξε η γυναίκα του. «Εσύ το 'πιασες και τ άφησες πάλι να φύγει! Σου χρωστάει χάρη. Θα κάνει ό,τι του ζητήσεις. Άντε να το βρεις».

Ο ψαράς δεν ήθελε να θυμώσει κι άλλο η γυναίκα του, γι αυτό σηκώθηκε και κατέβηκε πάλι στην ακροθαλασσιά. Όταν έφτασε στην άκρη του γιαλού, τα νερά είχαν πρασινίσει κι άφριζαν και δεν ήταν πια διάφανα, όπως την ώρα που ψάρευε. Στάθηκε λοιπόν εκεί που έσπαγε το κύμα και φώναξε:

«Έβγα έξω, πρίγκιπα μου, ψάρι μου, καλό μου ψάρι!
Κι η γυναίκα μου με στέλνει για να σου ζητήσω χάρη!»

Το ψάρι τον άκουσε κι αμέσως ήρθε κολυμπώντας:

-«Τι χάρη ζητάει η γυναίκα σου;» ρώτησε.

-«Αχ», αποκρίθηκε ο ψαράς, «λέει πως αφού σ’ έπιασα, έπρεπε να σου ζητήσω κάτι πριν σ’ αφήσω. Δεν της αρέσει το καλυβάκι που μένουμε και θέλει ένα μικρό σπιτάκι».

«Γύρνα σπίτι σου», απάντησε το ψάρι. «Η επιθυμία της εκπληρώθηκε».

Κι έτσι γύρισε ο ψαράς στο σπίτι του και δεν βρήκε πια την παλιά τους καλυβούλα, αλλά ένα όμορφο μικρό σπιτάκι και τη γυναίκα του καθισμένη στον πάγκο, μπροστά στην πόρτα. Κι η γυναίκα του τον πήρε απ’ το χέρι και τον έμπασε μέσα και του είπε:

-«Βλέπεις τι ωραία που είμαστε τώρα;» Και διάβηκαν το κατώφλι και μπήκαν στη σάλα κι ύστερα στην κρεβατοκάμαρη, που είχε ένα κρεβάτι για τον καθένα τους. Και είχε και ένα κελάρι, και κουζίνα, γεμάτη μ’ όλα τα καλά, και κατσαρολικά και πιάτα κι απ’ όλα, μπρούντζινα και χάλκινα. Και πίσω απ’ το σπίτι ήταν μια μικρή αυλή με κοτούλες και πάπιες κι ένα περιβολάκι με ζαρζαβατικά και φρούτα.

-«Κοίτα!», είπε η γυναίκα. «Δεν είναι όλα πανέμορφα;»

-«Ναι», συμφώνησε ο ψαράς. «Τώρα πια θα ζήσουμε ευτυχισμένοι όλη την υπόλοιπη ζωή μας».

-«Αυτό θα το δούμε», είπε η γυναίκα. Κι αφού έφαγαν, έπεσαν για ύπνο.

Πέρασαν έτσι μια-δυο βδομάδες, και μια μέρα η γυναίκα είπε:

-«Άκου, άντρα μου, το σπιτάκι είναι πολύ μικρό και δεν μας χωράει. Κι η αυλή και το περιβόλι, μικρά είναι κι αυτά. Το ψάρι σου θα μπορούσε να μας χαρίσει ένα μεγαλύτερο, ένα πέτρινο παλάτι. Άντε να του το ζητήσεις!»

-«Αχ, γυναίκα», παραπονέθηκε ο ψαράς. «Αυτό το μικρό σπιτάκι είναι μια χαρά. Γιατί δεν σ’ αρέσει; Τι δουλειά έχουμε εμείς με παλάτια;»

-«Άκου που σου λέω», επέμεινε η γυναίκα του. «Άντε να του το ζητήσεις και δεν θα σού αρνηθεί!»

-«Όχι, γυναίκα», είπε ο άντρας. «Το ψάρι μάς έδωσε το σπιτάκι. Δεν θέλω να πάω και να του ζητήσω τώρα περισσότερα. Μπορεί να μου κρατήσει κακία».

-«Πήγαινε, σου λέω», τον έσπρωξε η γυναίκα του. «Για κείνο δεν είναι τίποτα. Θα στην κάνει αμέσως τη χάρη. Άντε πήγαινε!»

Ο ψαράς σηκώθηκε με βαριά καρδιά και κατέβηκε στην ακρογιαλιά. Και με το νου του έλεγε: «Δεν είναι σωστό αυτό που κάνω ». Αλλά το 'κανε.

Κι όταν έφτασε, η θάλασσα δεν ήταν πια πράσινη και αφρισμένη, αλλά είχε σκούρο μενεξεδί χρώμα κι ήταν μαβιά και γκρίζα. Τα νερά όμως ήταν ήσυχα. Ο ψαράς λοιπόν στάθηκε και είπε:

«Έβγα έξω, πρίγκιπα μου, ψάρι μου, καλό μου ψάρι!
Κι η γυναίκα μου με στέλνει για να σου ζητήσω χάρη!»

-«Τι θέλει πάλι η γυναίκα σου;» ρώτησε το ψάρι.

-«Αχ», δείλιασε ο άντρας. «Τώρα θέλει ένα πέτρινο παλάτι».

«Γύρνα σπίτι σου, κι η γυναίκα σου στέκεται απέξω και σε περιμένει.», είπε το ψάρι.

Κι ο ψαράς γύρισε σπίτι του και τι να δει; Αντί για το μικρό σπιτάκι του, υψωνόταν στο ίδιο μέρος ένα πέτρινο παλάτι. Κι η γυναίκα του στεκόταν στις σκάλες και τον περίμενε. Τον πήρε απ’ το χέρι και του είπε:

-«Έλα να μπούμε μέσα!» Και μπήκαν μαζί μέσα και είδαν τ’ αστραφτερά μαρμάρινα πατώματα και τους αμέτρητους υπηρέτες, που πρόσμεναν διαταγές. Κι οι τοίχοι ήταν κάτασπροι, στολισμένοι μ’ όμορφες εικόνες, τραπέζια και καρέκλες ήταν καμωμένα από χρυσάφι και κρυστάλλινοι πολυέλαιοι κρέμονταν απ’ τα ταβάνια και σ’ όλα τα δωμάτια και τις σάλες και τις επίσημες αίθουσες ήταν στρωμένα πολύτιμα χαλιά. Και στα τραπέζια ήταν σερβιρισμένα τα πιο εκλεκτά φαγητά και τ’ ακριβότερα κρασιά. Και πίσω απ’ το σπίτι είδαν μια μεγάλη αυλή: στάβλοι με άλογα και αγελάδες, κι άμαξες πολλές. Και πιο πίσω ένας απέραντος κήπος, με τα ωραιότερα λουλούδια και δέντρα. Και πιο πίσω ένα δάσος, με ζαρκάδια και ελάφια και λαγούς, για να περνούν την ώρα τους με το κυνήγι και να διασκεδάζουν.

-«Λοιπόν;» ρώτησε η γυναίκα τον άντρα της. «Δεν είναι πανέμορφο το παλάτι μας;»

-«Ναι», αποκρίθηκε ο άντρας. «Τώρα πια θα ζήσουμε ευτυχισμένοι όλη την υπόλοιπη ζωή μας».

-«Αυτό θα το δούμε», είπε η γυναίκα. «Πάμε τώρα για ύπνο».

Την άλλη μέρα το πρωί η γυναίκα ξύπνησε πρώτη και θαύμασε το μαγευτικό τοπίο που απλωνόταν έξω από το παράθυρο της. Ο άντρας της δεν είχε καλοξυπνήσει ακόμα, κι εκείνη τον σκούντησε με τον αγκώνα της και του είπε:

-«Άντρα μου, σήκω και κοίτα έξω απ’ το παράθυρο. Για πες μου: δεν θα μπορούσαμε να γίνουμε βασιλιάδες αυτής εδώ της χώρας; Άντε να πεις στο ψάρι πως θέλουμε να γίνουμε βασιλιάδες!»

-«Αχ, γυναίκα!», φώναξε ο άντρας. «Γιατί να γίνουμε βασιλιάδες; Εγώ δεν θέλω να γίνω βασιλιάς!»

-«Κι αν εσύ δεν θέλεις να γίνεις βασιλιάς, εγώ θέλω να γίνω βασίλισσα! Άντε να το πεις στο ψάρι!»

-«Μα, τι σ’ έπιασε τώρα και θέλεις να γίνεις βασίλισσα; Δεν θέλω να πάω να του ζητήσω κι άλλη χάρη!»

-«Και γιατί όχι, παρακαλώ; να πας αμέσως να του πεις ότι θέλω να γίνω βασίλισσα!»

Τι να κάνει ο κακομοίρης ο ψαράς; Σηκώθηκε και τράβηξε στενοχωρημένος για την ακρογιαλιά. Κι όλο έλεγε με το νου του: «Δεν είναι σωστό αυτό που κάνω. Δεν είναι σωστό». Καθόλου δεν ήθελε να πάει, αλλά πήγε.

Κι όταν έφτασε στην ακροθαλασσιά, είδε τα νερά που είχαν γίνει γκρίζα και μαύρα και μύριζαν, σαν να 'ταν σάπια. Και στάθηκε εκεί που έσπαγε το κύμα και φώναξε:

«Έβγα έξω, πρίγκιπα μου, ψάρι μου, καλό μου ψάρι!
Κι η γυναίκα μου με στέλνει για να σου ζητήσω χάρη!»

-«Τι θέλει πάλι η γυναίκα σου;» ρώτησε το ψάρι.

-«Αχ», απάντησε ο άντρας μ έναν αναστεναγμό. «Τώρα θέλει να γίνει βασίλισσα».

-«Γύρνα σπίτι σου, έγινε κιόλας», είπε το ψάρι και τον άφησε μόνο του.

Ο ψαράς γύρισε πίσω κι είδε πως το παλάτι τους ήταν τώρα πολύ μεγαλύτερο, με πύργους πανύψηλους και θεόρατες πολεμίστρες: και μπροστά στην πύλη στεκόταν ένας φρουρός και οι στρατιώτες ήταν στη γραμμή με λάβαρα και ταμπούρλα και σάλπιγγες. Κι όταν μπήκε μέσα, είδε πως όλα ήταν από χρυσάφι και μάρμαρο και βελούδινα χαλιά ήταν στρωμένα κατάχαμα και μεγάλες κασέλες, γεμάτες θησαυρούς, ήταν σ’ όλες τις γωνιές. Τότε άνοιξαν οι πόρτες της μεγάλης σάλας κι είδε ο ψαράς όλους τους αυλικούς μαζεμένους και τη γυναίκα του καθισμένη σ’ έναν ψηλό θρόνο από χρυσάφι και διαμάντια, με μια μεγάλη χρυσή κορόνα στο κεφάλι της και ένα σκήπτρο από ατόφιο χρυσάφι στα χέρια της, στολισμένο με πολύτιμα πετράδια. Και δεξιά κι αριστερά της οι δεσποινίδες των τιμών, η μια ομορφότερη απ’ την άλλη. Ο ψαράς λοιπόν στάθηκε μπροστά της και της είπε:

-«Λοιπόν, γυναίκα, φχαριστήθηκες τώρα που έγινες βασίλισσα;»

-«Ναι», αποκρίθηκε η γυναίκα του. «Αυτό ήθελα». Ο ψαράς τότε στάθηκε και την κοίταζε και τέλος της είπε:

-«Αχ, γυναίκα, τι ωραία που είσαι βασίλισσα! Τώρα πια θα ζήσουμε ευτυχισμένοι. Και δεν θέλουμε τίποτα καλύτερο!»

-«Όχι, άντρα μου», είπε η γυναίκα, που ησυχία δεν έβρισκε με τίποτα. "Εδώ μέσα βαριέμαι, δεν έχω τι να κάνω. Δεν αντέχω άλλο. Πήγαινε πες στο ψάρι πως τώρα που έγινα βασίλισσα, θέλω να με κάνει αυτοκράτειρα».

-«Αχ, γυναίκα, τι σ’ έπιασε πάλι και θέλεις να γίνεις αυτοκράτειρα;»

-«Πήγαινε, που σου λέω!», τον έσπρωξε η γυναίκα του. «Άντε πες του το. Θέλω να γίνω αυτοκράτειρα!»

-«Ε, όχι, βρε γυναίκα. Το ψάρι δεν μπορεί να σε κάνει αυτοκράτειρα, κι ούτε θα πάω να του ζητήσω τέτοιο πράγμα. Ο αυτοκράτορας είναι ένας και μόνος ολόκληρη τη χώρα. Και το ψάρι δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Δεν μπορεί και βάλτο καλά στο μυαλό σου!»

-«Πώς;», θύμωσε η γυναίκα. «Εγώ είμαι η βασίλισσα κι εσύ αρνείσαι να με υπακούσεις; Άντε γρήγορα να κάνεις αυτό που σου λέω. Κι αφού μπόρεσε να με κάνει βασίλισσα, θα μπορέσει να με κάνει κι αυτοκράτειρα. Θέλω να γίνω αυτοκράτειρα! Τ’ άκουσες; Τρέχα να του το πεις!»

Κι ο δύστυχος ο ψαράς ξεκίνησε για την ακροθαλασσιά. Κι όπως πήγαινε, όλο και περισσότερο φοβόταν, κι όπως πήγαινε, ολοένα έλεγε με το νου του: «Δεν είναι σωστό αυτό που κάνω. Άκου εκεί να θέλει να γίνει αυτοκράτειρα! Το ψάρι θα θυμώσει στο τέλος!»

Μ’ αυτές τις σκέψεις έφτασε στο γιαλό κι η θάλασσα ήταν πηχτή και κατάμαυρη κι ο αέρας σήκωνε τα κύματα ψηλά κι άφριζε τα νερά της. Τρομαγμένος στάθηκε ο άντρας και φώναξε πάλι:

«Έβγα έξω, πρίγκιπα μου, ψάρι μου, καλό μου ψάρι!
Κι η γυναίκα μου με στέλνει για να σου ζητήσω χάρη!»

-«Τι θέλει πάλι η γυναίκα σου;» ρώτησε το ψάρι.

-«Αχ, ψάρι μου» αποκρίθηκε κουρασμένος ο ψαράς, «τώρα θέλει να γίνει αυτοκράτειρα».

-«Γύρνα σπίτι σου. Έγινε κιόλας», αποκρίθηκε το ψάρι.

Κι ο ψαράς γύρισε πίσω κι όταν έφτασε, είδε το παλάτι ν’ αστράφτει ολόκληρο απ’ τα αλαβάστρινα και τα χρυσά στολίδια. Μπροστά στην πύλη οι στρατιώτες βάδιζαν παραταγμένοι, στο ρυθμό που χτυπούσαν τα τούμπανα και τα ταμπούρλα κι οι σάλπιγγες. Και μέσα στο παλάτι τριγύριζαν οι βαρόνοι κι οι κομήτες κι οι πρίγκιπες κι οι δούκες, βιαστικοί και πολυάσχολοι, σαν υπηρέτες. Ολόχρυσες πόρτες άνοιξαν μπροστά του. Κι όταν μπήκε στη μεγάλη σάλα, είδε τη γυναίκα του καθισμένη σ’ έναν πανύψηλο θρόνο από καθαρό χρυσάφι. Στο κεφάλι της φορούσε μια θεόρατη ολόχρυση κορόνα, στολισμένη με μπριλάντια και πολύτιμα πετράδια. Στο ένα της χέρι κρατούσε το σκήπτρο και στο άλλο την αυτοκρατορική σφαίρα. Και στις δυο πλευρές του θρόνου ήταν παραταγμένοι σε διπλή σειρά οι αυλικοί: ο πρώτος ήταν πανύψηλος, σωστός γίγαντας, κι ο τελευταίος ένας μικρούλης νάνος, σαν το μικρό μου δαχτυλάκι. Και μπροστά τους έτρεχαν αμέτρητοι πρίγκιπες και βαρόνοι και υποκλίνονταν βαθιά. Ο άντρας πήγε και στάθηκε μπροστά στη γυναίκα του και της είπε:

-«Λοιπόν, γυναίκα, είσαι ευχαριστημένη τώρα που έγινες αυτοκράτειρα;»

Την κοίταξε ο ψαράς κάμποσην ώρα και τη θαύμασε και της είπε:

-«Αχ, γυναίκα μου, τι ωραία που είσαι αυτοκράτειρα!»

-«Τι κάθεσαι και με κοιτάς έτσι!», τού 'βαλε τις φωνές η γυναίκα του. «Πάει αυτό, έγινα αυτοκράτειρα. Τώρα θέλω να γίνω πάπισσα. Άντε να το πεις στο ψάρι».

-«Μα... γυναίκα, τρελάθηκες; Τι είναι αυτά που ζητάς; Δεν υπάρχει παρά ένας μονάχα πάπας σ’ ολόκληρη τη χριστιανοσύνη. Δεν γίνονται τέτοια πράγματα».

-«Θέλω να γίνω πάπισσα, σου είπα. Άντε γρήγορα να το πεις στο ψάρι», πρόσταξε η γυναίκα του αγριεμένη.

-«Όχι, γυναίκα, δεν πάω. Δεν θα μας βγουν σε καλό όλα τούτα τα καπρίτσια σου. Το ψάρι δεν μπορεί να σε κάνει πάπισσα».

-«Τράβα αμέσως να κάνεις αυτό που σου είπα!», ούρλιαξε η γυναίκα του. «Αφού μπόρεσε να με κάνει αυτοκράτειρα, θα μπορέσει να με κάνει και πάπισσα. Φύγε αμέσως, είμαι αυτοκράτειρα και σε διατάζω!»

Ο δύστυχος ο ψαράς φοβήθηκε και ξεκίνησε για την ακρογιαλιά. Τα πόδια του όμως έτρεμαν και τα γόνατα του λύγιζαν και καλά - καλά δεν μπορούσε να περπατήσει απ’ την τρομάρα του. Και φυσούσε πολύ και τα σύννεφα δέρνονταν στον ουρανό και είχε σκοτεινιάσει, λες κι ήταν βράδυ. Τα φύλλα είχαν πέσει απ’ τα δέντρα κι η θάλασσα μούγκριζε αγριεμένη. Τα κύματα έβραζαν κι έσκαγαν με δύναμη στην αμμουδιά. Κι είδε έξω στο πέλαγο τα καράβια να θαλασσοδέρνονται και να σκαμπανεβάζουν σαν τρελά στη φουσκονεριά. Πέρα μακριά στον ορίζοντα αχνοφαινόταν ακόμα ένα κομματάκι γαλανός ουρανός. Ολόγυρα όμως είχαν μαζευτεί σύννεφα μαύρα, κόκκινα και βαριά, που προμηνούσαν καταιγίδα. Τρέμοντας απ’ το φόβο του στάθηκε ο άντρας στο γιαλό και φώναξε:

«Έβγα έξω, πρίγκιπα μου, ψάρι μου, καλό μου ψάρι!
Κι η γυναίκα μου με στέλνει για να σου ζητήσω χάρη!»

-«Τι θέλει πάλι η γυναίκα σου;» τον ρώτησε το ψάρι.

-«Αχ», αναστέναξε ο άντρας. «Τώρα θέλει να γίνει πάπισσα».

-«Γύρνα σπίτι σου. Έγινε κιόλας», είπε το ψάρι.

Και γύρισε πίσω ο καημένος ο ψαράς κι όταν έφτασε αντίκρισε μια θεόρατη εκκλησία τριγυρισμένη από ολόλαμπρα παλάτια. Και στριμώχτηκε ανάμεσα στο πλήθος για να περάσει και να φτάσει στην πύλη. Και μέσα έκαιγαν χιλιάδες φώτα κι η γυναίκα του ήταν ντυμένη στα ολόχρυσα και καθόταν σ’ έναν ακόμα πιο ψηλό θρόνο και φορούσε τρεις χρυσές κορόνες στο κεφάλι της. Γύρω της στέκονταν όλοι οι επίσκοποι κι οι μητροπολίτες. Και δεξιά κι αριστερά είχαν διπλή σειρά λαμπάδες: η πιο μεγάλη ήταν ψηλή σαν πύργος, κι η πιο μικρή σαν λυχναράκι. Κι οι βασιλιάδες κι οι αυτοκράτορες όλοι ήταν γονατιστοί μπροστά της και της φιλούσαν τα πόδια.

-«Γυναίκα», της είπε ο άντρας και την κοίταξε καλά καλά. «Είσαι ευχαριστημένη τώρα που έγινες πάπισσα;»

-«Ναι, αυτό ήθελα», του αποκρίθηκε η γυναίκα του. Εκείνος τότε την πλησίασε και την κοίταξε από κοντά και της είπε:

-«Αχ, γυναίκα, τι ωραία που έγινες πάπισσα!»

Η γυναίκα του όμως έμεινε ασάλευτη, σαν κούτσουρο, και δεν είπε λέξη. Κι εκείνες τρομαγμένος βιάστηκε να προσθέσει:

-«Ελπίζω τώρα να είσαι ευχαριστημένη και να μη ζητήσεις πια τίποτα άλλο!»

-«Αυτό θα το δούμε!», αποκρίθηκε η γυναίκα του. Και μ’ αυτά έπεσαν κι οι δυο για ύπνο. Έλα όμως που εκείνη δεν ήταν ευχαριστημένη κι η απληστία της δεν την άφηνε να κοιμηθεί. Κι ολοένα σκεφτόταν τι καλύτερο θα μπορούσε να ζητήσει.

Ο άντρας της κοιμόταν βαθιά· είχε περπατήσει τόσο πολύ όλη την ημέρα που είχε πέσει ξερός. Εκείνη όμως δεν μπορούσε να βρει ησυχία κι όλο στριφογύριζε στο κρεβάτι της κι έστυβε το μυαλό της να βρει τι άλλο θα μπορούσε να γυρέψει και τίποτα δεν έβρισκε.

Έτσι πέρασε η νύχτα και κόντευε πια να ξημερώσει. Κι όταν αντίκρισε το ρόδινο χρώμα της αυγής, κι όταν είδε τον ήλιο να προβάλλει ολόχρυσος στον ορίζοντα, μια ιδέα της κατέβηκε στο μυαλό: «Γιατί να μη διαφεντεύω και τον ήλιο και το φεγγάρι στον ουρανό;»

-«Άντρα μου, ξύπνα!», φώναξε και τον σκούντησε με τον αγκώνα της. «Πήγαινε να βρεις το ψάρι και να του πεις ότι θέλω να γίνω Θεός».

Ο άντρας της μισοκοιμόταν ακόμα. Κι όταν την άκουσε, τρόμαξε τόσο που κόντεψε να πέσει απ’ το κρεβάτι του. Και τρίβοντας τα μάτια του τη ρώτησε:

-«Τι λες, γυναίκα; Άκουσα καλά; Θέλεις να γίνεις Θεός;»

-«Άντρα μου, αν δεν μπορέσω να διαφεντέψω τον ήλιο και το φεγγάρι, με τίποτα δεν θα είμαι ευχαριστημένη και στιγμή ησυχίας δεν θα βρίσκω».

Και τού 'ριξε ένα τόσο άγριο βλέμμα που ο κακόμοιρος ανατρίχιασε ολόκληρος.

-«Εμπρός, λοιπόν. Άντε να το πεις στο ψάρι. Θέλω να γίνω Θεός».

-«Αχ, γυναίκα μου», της είπε εκείνος πέφτοντας στα πόδια της. «Το ψάρι δεν μπορεί να κάνει τέτοιο πράγμα. Σ’ έκανε βασίλισσα, σ’ έκανε αυτοκράτειρα, σ’ έκανε πάπισσα. Αλλά Θεό! Σύνελθε και μείνε πάπισσα!»

Λύσσα την έπιασε τότε κι οι τρίχες της κεφαλής της σηκώθηκαν ορθές μανιασμένη τού 'δωσε μια κλωτσιά και ούρλιαξε:

-«Θα πας ή δεν θα πας; Θέλω να γίνω Θεός είπα!»

Κι ο δύστυχος ψαράς ντύθηκε κι έφυγε σαν τρελός.

Έξω όμως λυσσομανούσε η καταιγίδα τόσο δυνατά που δεν μπορούσε καλά - καλά να σταθεί στα πόδια του. Σπίτια και δέντρα έτρεμαν συθέμελα και τα βουνά κόντευαν κι αυτά να παρασυρθούν απ’ τον άγριο άνεμο. Βράχια κυλούσαν κι έπεφταν στη θάλασσα κι ο ουρανός, κατάμαυρος σαν την πίσσα, έτρεμε απ’ τις αστραπές και τις βροντές. Τα κύματα δέρνονταν άγρια, πανύψηλα σαν καμπαναριά, σαν βουνά, κι έσκαγαν αφρισμένα στο γιαλό. Ο ψαράς φώναξε μ όλη του τη δύναμη, αλλά ούτε ο ίδιος δεν μπόρεσε ν’ ακούσει τη φωνή του:

«Έβγα έξω, πρίγκιπα μου, ψάρι μου, καλό μου ψάρι!
Κι η γυναίκα μου με στέλνει για να σου ζητήσω χάρη!»

-«Τι θέλει πάλι η γυναίκα σου;» ρώτησε το ψάρι.

-«Αχ, θέλει να γίνει Θεός!», απάντησε ξεψυχισμένα ο ψαράς.

-«Γύρνα πίσω και θα τη βρεις να κάθεται στο παλιό σας καλυβάκι!», είπε το ψάρι.

Κι εκεί κάθονται ως τα σήμερα ο ψαράς κι η γυναίκα του.

Πηγή

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ

Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια