Ο ΡΑΦΤΑΚΟΣ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ

Από The Stelios Files
Αναθεώρηση ως προς 23:47, 19 Απριλίου 2019 από τον Admin (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με ''''ΜΙΑ ΩΡΑΙΑ ΜΕΡΑ''' αποφάσισε ο καλός Θεός να πάει στο περιβόλι τ’ ουρανού και να πάρει μαζί τ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)

ΜΙΑ ΩΡΑΙΑ ΜΕΡΑ αποφάσισε ο καλός Θεός να πάει στο περιβόλι τ’ ουρανού και να πάρει μαζί του όλους τους αποστόλους και τους αγίους. Στον Παράδεισο λοιπόν δεν έμεινε ψυχή, παρά μονάχα ο Άγιος Πέτρος. Ο Θεός τον πρόσταξε να μην αφήσει κανέναν να μπει μέσα όσο θα έλειπαν. Ο Πέτρος λοιπόν στάθηκε στην πύλη και φύλαγε σκοπιά. Πριν περάσει πολλή ώρα, κάποιος χτύπησε. Ο Πέτρος ρώτησε ποιος ήταν και τι ήθελε.

-«Είμαι ένας φτωχός και τίμιος ράφτης», απάντησε μια ψιλή φωνούλα. «Και παρακαλώ να μ’ αφήσετε να μπω».

-«Γιά πες μου την αλήθεια», είπε ο Άγιος Πέτρος. «Είχες και συ μακρύ χέρι, σαν τον κλέφτη, και κορόιδευες τους πελάτες σου. Έτσι δεν είναι; Δεν σ’ αφήνω να μπεις στον Παράδεισο. Ο Κύριος εξάλλου με πρόσταξε να μην αφήσω κανέναν να μπει όσο θα λείπει».

-«Λυπήσου με», φώναξε τότε ο ράφτης. «Τα μικρά τα κουρελάκια, που κόβονταν κι έπεφταν απ’ τον πάγκο μου, δεν αξίζουν καν τον κόπο να μιλάμε. Απ’ τον πολύ δρόμο που έκανα ώς εδώ κουτσαίνω και τα πόδια μου έχουν πληγιάσει. Αδύνατον να γυρίσω πίσω. Άσε με να μπω, κι εγώ θα κάνω όλες τις βαριές δουλειές. Θα κουβαλάω τα παιδιά, θα τους αλλάζω τις πάνες, θα καθαρίζω και θα σκουπίζω τους πάγκους που κάθονται και παίζουν, θα μπαλώνω τα σκισμένα τους ρουχαλάκια».

Ο Άγιος Πέτρος τον λυπήθηκε κι άνοιξε μια χαραμάδα την πόρτα, ίσα που χώρεσε να τρυπώσει μέσα ο αδύνατος ράφτης. Τον έβαλε να καθίσει σε μια γωνιά πίσω απ’ την πόρτα και του είπε να μείνει εκεί δα ήσυχος κι ασάλευτος, για να μην τον πάρει είδηση ο Θεός, όταν θά 'ρθει, και θυμώσει. Ο ράφτης υπάκουσε. Όταν όμως ο Άγιος Πέτρος πήγε να κάνει τις δουλειές του, ο περίεργος ράφτης σηκώθηκε κι άρχισε να τριγυρίζει παντού μέσα στον Παράδεισο. Ώσπου έφτασε σ’ ένα μέρος γεμάτο όμορφες, χρυσοστόλιστες καρέκλες. Και στη μέση ήταν ένας θρόνος ψηλός, καμωμένος από ατόφιο χρυσάφι και στολισμένος με πολύτιμα πετράδια. Ήταν πιο ψηλός απ’ τις άλλες καρέκλες και μπροστά του ήταν κι ένα χρυσό σκαμνάκι. Σ’ αυτό το θρόνο καθόταν ο Θεός κι Αφέντης μας κι έβλεπε όλα όσα γίνονταν κάτω στη γη. Ο ράφτης στάθηκε ώρα και κοίταζε τον χρυσό θρόνο. Γιατί του άρεσε καλύτερα από καθετί άλλο. Στο τέλος δεν άντεξε, ανέβηκε και κάθισε στο θρόνο του Θεού. Τότε είδε όλα όσα γίνονταν στη γη. Και πρόσεξε μια άσχημη γριά, που είχε σκύψει στην όχθη του ποταμού κι έπλενε. Κι ενώ έπλενε, έβαλε κατά μέρος δυο κομμάτια πανί. Ο ράφτης θύμωσε τόσο πολύ που άρπαξε το χρυσό σκαμνάκι και το πέταξε καταπάνω της μ’ όλη του τη δύναμη. Κι επειδή δεν μπορούσε πια να το πιάσει και να το ξανα ανεβάσει στη θέση του, γλίστρησε σιγά σιγά στην κρυψώνα του πίσω απ’ την πόρτα κι έκανε σαν να μην έτρεχε τίποτα.

Όταν γύρισε ο Κύριος και Θεός μας με την ουράνια ακολουθία του, δεν πρόσεξε το ράφτη που ήταν κρυμμένος στη γωνιά του. Μόλις κάθισε όμως στο θρόνο του, είδε πως το σκαμνάκι του έλειπε. Ρώτησε λοιπόν τον Άγιο Πέτρο τι είχε γίνει το σκαμνάκι. Εκείνος όμως δεν ήξερε. Ύστερα τον ρώτησε αν είχε αφήσει κανέναν να μπει μέσα.

-«Δεν ήρθε κανείς, παρά μονάχα ένας κουτσός ραφτάκος, που είναι ακόμα καθισμένος πίσω από την πόρτα». Ο Θεός πρόσταξε να τον φέρουν μπροστά του και τον ρώτησε αν είχε πάρει το σκαμνάκι και πού το είχε πάει. Ο ράφτης τότε αποκρίθηκε χαρούμενος:

-«Ω, Θεέ και Κύριε μου, είδα μια γριά κακάσχημη, που έπλενε ρούχα στην ακροποταμιά. Και την ώρα που έπλενε, άπλωσε το χέρι της κι έκλεψε δυο κομμάτια πανί. Θύμωσα τόσο πολύ που της πέταξα το σκαμνί».

-«Βρε άθλιε», τού 'βαλε τότε τις φωνές ο Θεός, «αν τιμωρούσα κι εγώ έτσι, ξέρεις τι θά 'χες πάθει κι εσύ ο ίδιος ακόμα; Ούτε καρέκλα ούτε καρεκλάκι ούτε τίποτα δεν θα μας είχε μείνει εδώ στον Παράδεισο, γιατί θα τά 'χα πετάξει όλα στους αμαρτωλούς. Δεν θα σ’ αφήσω να μείνεις μαζί μας. Φύγε και πήγαινε όπου σε βγάλει η άκρη. Εδώ κανείς άλλος δεν έχει δικαίωμα να τιμωρεί, παρά μονάχα Εγώ, ο Θεός».

Ο Άγιος Πέτρος τον έβγαλε πάλι έξω απ’ την πόρτα. Κι επειδή τα ρούχα του ήταν κουρέλια και τα πόδια του πονεμένα, πήρε μια μαγκούρα να στηρίζει τα βήματα του και τράβηξε κατά τους στρατώνες του βορρά, όπου κάθονται οι φαντάροι και καλοπερνάνε.

Πηγή

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ

Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια