Ο ΘΑΥΜΑΣΤΟΣ ΒΙΟΛΙΣΤΗΣ

Από The Stelios Files

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας θαυμαστός βιολιστής, που προχωρούσε ολομόναχος στο δάσος και σκεφτόταν. Κι όταν δεν είχε πια τι να σκεφτεί, άρχισε να μονολογεί κι είπε:

-«Βαριέμαι πια εδώ μέσα στο δάσος, ολομόναχος. Θα παίξω το βιολί μου για να τραβήξω συντροφιά».

Κι έβγαλε το βιολί απ’ το δισάκι του κι έπαιξε ένα τραγουδάκι, που ακούστηκε σ’ ολόκληρο το δάσος. Δεν πέρασε πολλή ώρα κι ανάμεσα απ ό τα δέντρα πρόβαλε ένας λύκος.

-«Αχ, δεν ήθελα να μού 'ρθει λύκος!», είπε με το νου του ο βιολιστής. Ο λύκος όμως τον πλησίασε και του είπε:

-«Τι ωραία που παίζεις, καλέ μου βιολιστή! Πώς θα 'θελα κι εγώ να μάθω να παίζω το βιολί έτσι όμορφα!»

-«Δεν είναι δύσκολο», αποκρίθηκε ο βιολιστής. «Πρέπει μόνο να κάνεις ό,τι σου λέω ».

-«Θα σ’ ακούω, όπως ακούει ο μαθητής το δάσκαλο του», υποσχέθηκε ο λύκος.

Προχώρησαν λοιπόν μαζί. Και μετά από λίγο έφτασαν σε μια γέρικη βελανιδιά, που είχε μια μεγάλη σχισμάδα στον κορμό της.

-«Κοίτα δω, λύκε», είπε τότε ο βιολιστής. «Αν θέλεις να μάθεις βιολί, βάλε τα δυο μπροστινά σου πόδια μέσα σ’ αυτή τη σχισμάδα». Ο λύκος υπάκουσε κι ο βιολιστής σήκωσε στα γρήγορα μια πέτρα και τη σφήνωσε ανάμεσα στα ξύλα και γράπωσε έτσι τα δυο μπροστινά πόδια του λύκου.

-«Κάτσε εδώ και περίμενε ώσπου να ξανάρθω», είπε ο βιολιστής στο λύκο και συνέχισε το δρόμο του.

Μετά από λίγο όμως μονολόγησε και είπε:

-«Βαριέμαι πια εδώ μέσα στο δάσος, ολομόναχος. Θα παίξω το βιολί μου, για να τραβήξω συντροφιά».

Κι έβγαλε το βιολί απ’ το δισάκι του κι έπαιξε ένα τραγουδάκι, που ακούστηκε σ’ ολόκληρο το δάσος. Δεν πέρασε πολλή ώρα κι ανάμεσα απ’ τα δέντρα πρόβαλε μια αλεπού.

-«Αχ, δεν ήθελα να μού 'ρθει αλεπού!», είπε με το νου του ο βιολιστής. Η αλεπού όμως τον πλησίασε και του είπε:

-«Τι ωραία που παίζεις, καλέ μου βιολιστή! Πώς θα 'θελα κι εγώ να μάθω να παίζω το βιολί έτσι όμορφα!»

-«Δεν είναι δύσκολο», αποκρίθηκε ο βιολιστής. "Πρέπει μόνο να κάνεις ό,τι σου λέω».

-«Θα σ’ ακούω, όπως ακούει ο μαθητής το δάσκαλο του», υποσχέθηκε η αλεπού.

-«Ακολούθησε με», είπε τότε ο βιολιστής στην αλεπού.

Και προχώρησαν μαζί, ώσπου έφτασαν σ’ ένα μονοπάτι, που είχε δεξιά κι αριστερά ψηλούς θάμνους. Εκεί ο βιολιστής στάθηκε, λύγισε τα κλαριά του πιο ψηλού θάμνου απ’ τη δεξιά μεριά ως κάτω στη γη και τα πάτησε με το πόδι του ύστερα έκανε το ίδιο κι απ’ την αριστερή μεριά. Κι όταν τέλειωσε, είπε:

-«Αλεπουδίτσα μου, αν θέλεις να μάθεις βιολί, δώσε μου το αριστερό σου μπροστινό πόδι».

Η αλεπού υπάκουσε κι εκείνος της το 'δεσε στο κλαδί δεξιά του.

-«Αλεπουδίτσα μου», της είπε «δώσε μου τώρα το δεξί σου πόδ»". Κι αυτό της το 'δεσε στο κλαδί αριστερά του. Κι όταν στερέωσε τους κόμπους γερά, άφησε τα κλαδιά κι αυτά τινάχτηκαν ψηλά παρασέρνοντας μαζί τους και την αλεπού, που βρέθηκε σπαρταρώντας στον αέρα.

-«Κάτσε εδώ και περίμενε με ώσπου να ξανάρθω», είπε ο βιολιστής στην αλεπού και συνέχισε το δρόμο του.

Μετά από λίγο όμως βαρέθηκε πάλι και είπε:

-«Βαριέμαι πια εδώ μέσα στο δάσος, ολομόναχος. Θα παίξω το βιολί μου, για να τραβήξω συντροφιά».

Κι έβγαλε το βιολί απ’ το δισάκι του κι έπαιξε ένα τραγουδάκι, που ακούστηκε σ’ ολόκληρο το δάσος. Δεν πέρασε πολλή ώρα κι ανάμεσα απ’ τα δέντρα πρόβαλε ένας λαγός.

-«Αχ, δεν ήθελα να μού 'ρθει λαγός!», είπε με το νου του ο βιολιστής. Ο λαγός όμως τον πλησίασε και του είπε:

-«Τι ωραία που παίζεις, καλέ μου βιολιστή! Πώς θα 'θελα κι εγώ να μάθω να παίζω το βιολί έτσι όμορφα!»

-«Δεν είναι δύσκολο», αποκρίθηκε ο βιολιστής. «Πρέπει μόνο να κάνεις ό,τι σου λέω».

-«Θα σ’ ακούω, όπως ακούει ο μαθητής το δάσκαλο του», υποσχέθηκε ο λαγός.

Και προχώρησαν μαζί, ώσπου έφτασαν σ’ ένα ξέφωτο. Κι εκεί στη μέση είδαν μια ψηλή λεύκα. Ο βιολιστής τότε έδεσε ένα σκοινί στο λαιμό του λαγού και την άλλη άκρη τη στερέωσε στον κορμό της λεύκας.

-«Εμπρός, λοιπόν, λαγέ», του είπε. «Αν θέλεις να μάθεις βιολί, γύρνα είκοσι φορές γύρω απ’ τη λεύκα».

Και ο λαγός υπάκουσε κι όταν γύρισε είκοσι φορές γύρω απ’ τη λεύκα, το σκοινί είχε τυλιχτεί στον κορμό του δέντρου και ο λαγός ήταν πιασμένος στη φάκα. Κι όσο τραβούσε, τόσο έσφιγγε τη θηλιά γύρω απ το μαλακό του λαιμουδάκι.

-«Κάτσε εδώ και περίμενε ώσπου να ξανάρθω», είπε ο βιολιστής και συνέχισε το δρόμο του.

Ο λύκος όμως στο μεταξύ έσπρωχνε και σκουντούσε την πέτρα με νύχια και με δόντια, ώσπου κατάφερε να την κουνήσει και να τραβήξει τα πόδια του. Λυσσασμένος απ’ το κακό του, έτρεξε πίσω απ το βιολιστή, να τον ξεσκίσει με τα δόντια του. Στο δρόμο όμως τον είδε η αλεπού και του φώναξε:

-«Ε, κυρ-λύκε, έλα να με βοηθήσεις, γιατί ο βιολιστής με γέλασε κι εμένα». Ο λύκος τότε λύγισε τα δέντρα, έκοψε τα κλαδιά κι ελευθέρωσε την αλεπού. Μαζί κι οι δυο τους άρχισαν να κυνηγούν το βιολιστή, για να τον εκδικηθούν. Στο δρόμο όμως τους είδε ο λαγός και τους φώναξε. Τον έλυσαν λοιπόν κι αυτόν κι όλοι μαζί πήραν απ ό πίσω τον εχθρό τους.

Στο δρόμο ο βιολιστής είχε βγάλει πάλι το βιολί του. Κι αυτή τη φορά είχε σταθεί πιο τυχερός. Γιατί η μελωδία έφτασε στ ' αυτιά ενός φτωχού ξυλοκόπου, που θέλοντας και μη, παράτησε τη δουλειά του και με το τσεκούρι παραμάσχαλα πλησίασε ν’ ακούσει τη μουσική.

-«Επιτέλους! Να ο σύντροφος που ήθελα!», είπε ο βιολιστής. " Έναν άνθρωπο γύρευα, να μ ακούσει, κι όχι τ' άγρια θηρία του δάσους!»

Κι άρχισε να παίζει τόσο όμορφα και γλυκά που ο κακόμοιρος ο ξυλοκόπος στάθηκε ασάλευτος, σαν μαγεμένος, κι η καρδιά του κόντευε να σπάσει απ’ τη γλύκα. Κι εκεί που στεκόταν κι άκουγε, είδε το λύκο και την αλεπού και το λαγό να πλησιάζουν. Κι αμέσως κατάλαβε πως κάτι κακό είχαν κατά νου. Σήκωσε τότε το αστραφτερό τσεκούρι του και στάθηκε μπροστά στο βιολιστή, σαν να 'θελε να πει:

-«Όποιος τολμήσει να τον πειράξει, θα 'χει να κάνει μαζί μου».

Τα ζώα φοβήθηκαν τότε και το 'σκασαν στο δάσος. Ο βιολιστής έπαιξε άλλο ένα τραγούδι, για να ευχαριστήσει το σωτήρα του, κι ύστερα συνέχισε το δρόμο του .

Πηγή

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ