Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΧΡΥΣΕΣ ΤΡΙΧΕΣ

Από The Stelios Files
Αναθεώρηση ως προς 16:57, 10 Απριλίου 2019 από τον Admin (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με ''''ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ''' ήταν μια φτωχή γυναίκα, που γέννησε ένα αγοράκι με το σημάδι της τύ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν μια φτωχή γυναίκα, που γέννησε ένα αγοράκι με το σημάδι της τύχης επάνω του. Κι όταν γεννήθηκε, οι μοίρες τού είπαν πως μόλις θα 'κλεινε τα δεκατέσσερα, θα 'παιρνε για γυναίκα του την κόρη του βασιλιά. Ύστερα από λίγο καιρό έτυχε να περάσει απ’ αυτό το χωριό ο βασιλιάς. Και κανένας δεν τον γνώρισε. Κι όταν ρώτησε τους χωρικούς να μάθει τα νέα, εκείνοι του είπαν:

-«Αυτές τις μέρες γεννήθηκε ένα αγόρι στο χωριό μας που έχει πάνω του το σημάδι της τύχης του και χρυσάφι θα γίνεται. Κι οι μοίρες τού είπαν πως μόλις κλείσει τα δεκατέσσερα, θα πάρει γυναίκα του την κόρη του βασιλιά».

Ο βασιλιάς όμως, που είχε κακία στην καρδιά του, θύμωσε μ’ αυτή την προφητεία. Πήγε λοιπόν στους γονείς του παιδιού και τους είπε με γλυκό κι ευγενικό τρόπο:

-«Καλοί μου άνθρωποι, εσείς είστε φτωχοί. Δώστε σε μένα το παιδί σας, κι εγώ θα το μεγαλώσω και θα το φροντίσω καλά».

Στην αρχή εκείνοι αρνήθηκαν, μιας όμως κι ο ξένος τούς πρόσφερε πολύ χρυσάφι, συλλογίστηκαν: «Το παιδί είναι τυχερό, άρα ό,τι κι αν κάνουμε, σε καλό θα του βγει». Έτσι δέχτηκαν κι έδωσαν το παιδί τους.

Ο βασιλιάς έβαλε το μωρό σ’ ένα καλάθι, καβάλησε το άλογο του και συνέχισε το δρόμο του, ώσπου έφτασε σ’ ένα βαθύ ποτάμι. Εκεί έριξε το καλάθι στο νερό λέγοντας: «Ευτυχώς που γλίτωσα την κόρη μου απ’ αυτόν τον αναπάντεχο γαμπρό!» Το καλάθι όμως δεν βούλιαξε, αλλά έπλεε στο νερό σαν βαρκούλα, χωρίς να βάλει μέσα ούτε σταγόνα. Κι έτσι παρασύρθηκε απ’ το ρεύμα του ποταμού, ώσπου έφτασε σ’ ένα νερόμυλο, ούτε δυο μίλια απ’ την πρωτεύουσα του κακού βασιλιά. Εκεί σκάλωσε στο νεροφράχτη κι ο βοηθός του μυλωνά το είδε και το ψάρεψε, νομίζοντας πως είχε μέσα τίποτα θησαυρούς. Όταν όμως το 'φερε στην όχθη και το άνοιξε, είδε μέσα ένα αγοράκι ροδαλό και ζωηρούτσικο. Το πήγε αμέσως στο μυλωνά και στη γυναίκα του. Κι επειδή εκείνοι δεν είχαν παιδιά, χάρηκαν και είπαν: «Ο Θεός μάς το 'στειλε!» Το κράτησαν λοιπόν και το αγάπησαν σαν δικό τους παιδί. Και το αγόρι μεγάλωσε και έγινε καλό κι έξυπνο παιδί με χίλιες χάρες.

Έτυχε όμως κι ο βασιλιάς περνούσε από κει και επειδή έπιασε μπόρα, μπήκε στο μύλο για να μη βραχεί. Είδε το παλικάρι και θαυμάζοντας το ανάστημα και τους καλούς του τρόπους, ρώτησε το μυλωνά αν ήταν ο γιος του.

-«Όχι», αποκρίθηκαν ο μυλωνάς με τη γυναίκα του. «Πριν από δεκατέσσερα χρόνια το ποτάμι έφερε ένα καλάθι στο νεροφράχτη μας κι ο βοηθός μας το τράβηξε έξω. Εκεί μέσα βρήκαμε το παιδί».

Ο βασιλιάς τότε κατάλαβε ότι το παλικάρι δεν ήταν άλλο απ' το αγόρι με το σημάδι της τύχης, που ο ίδιος είχε πετάξει πριν από δεκατέσσερα χρόνια στο ποτάμι, να πνιγεί.

-«Καλοί μου άνθρωποι», είπε τότε, «θέλω να στείλω ένα γράμμα στη βασίλισσα. Θα μπορούσε να της το πάει ο γιος σας; Θα του δώσω δυο χρυσά φλουριά για τον κόπο του».

-«Στις διαταγές σου, βασιλιά μας», αποκρίθηκαν ο μυλωνάς με τη γυναίκα του και πρόσταξαν το γιο τους να ετοιμαστεί για το δρόμο. Ο βασιλιάς τότε κάθισε κι έγραψε ένα γράμμα στη βασίλισσα:

-«Μόλις φτάσει στο παλάτι το παλικάρι που θα σου φέρει αυτό το γράμμα, φρόντισε να τον σκοτώσουν και να τον θάψουν αμέσως. Όταν θα γυρίσω, δεν θέλω να τον βρω ζωντανό».

Το παλικάρι πήρε το γράμμα και ξεκίνησε μια και δυο για το παλάτι. Αλλά έχασε το δρόμο κι όταν νύχτωσε, βρέθηκε στην καρδιά ενός μεγάλου δάσους. Μέσα στο σκοτάδι είδε από μακριά ένα φωτάκι, προχώρησε προς τα κει κι έφτασε σ ένα μικρό καλύβι. Μπήκε μέσα και είδε μια γριά ολομόναχη, μπροστά στο τζάκι. Η κακομοίρα φοβήθηκε πολύ όταν τον είδε ξαφνικά μπροστά της, και τον ρώτησε:

-«Πούθε έρχεσαι, παλικάρι, και πού πηγαίνεις;»

-«Απ’ το μύλο έρχομαι, γιαγιά», αποκρίθηκε το παλικάρι. «Και πηγαίνω στο παλάτι, να παραδώσω ένα γράμμα στη βασίλισσα. Επειδή όμως χάθηκα στο δρόμο, άσε με σε παρακαλώ να περάσω εδώ τη νύχτα κι αύριο το πρωί φεύγω πάλι».

-«Κακόμοιρο παιδί», είπε η γριά. «Εδώ που σ’ έφερε η τύχη σου, είναι λημέρι ληστών. Κι άμα γυρίσουν και σε βρουν εδώ, θα σε σκοτώσουν».

-«Ας έρθει όποιος θέλει. Εγώ δεν φοβάμαι», είπε τότε το παλικάρι. «Άλλωστε είμαι τόσο κουρασμένος που δεν μπορώ να προχωρήσω βήμα».

Και μ αυτά τα λόγια ξάπλωσε σ’ έναν πάγκο κι αποκοιμήθηκε. Δεν πέρασε πολλή ώρα κι οι ληστές γύρισαν. Κι όταν είδαν το παιδί, ρώτησαν θυμωμένοι, τη γριά ποιος ήταν.

-«Αχ», αποκρίθηκε η γριά, «είναι ένα καλό παλικάρι που έχασε το δρόμο του μέσα στο δάσος. Εγώ τον λυπήθηκα και τον έβαλα μέσα να κοιμηθεί. Έχει ένα γράμμα να παραδώσει στη βασίλισσα».

Οι ληστές πήραν τότε το γράμμα, το άνοιξαν και διάβασαν πως μόλις έφτανε το παλικάρι στο παλάτι, θα το σκότωναν. Κι ακόμα και αυτοί οι σκληρόκαρδοι ληστές το λυπήθηκαν κι ο αρχηγός τους έσκισε το γράμμα και κάθισε κι έγραψε ένα άλλο, προστάζοντας τη βασίλισσα να παντρέψει τη βασιλοπούλα με το παλικάρι αμέσως μόλις θα 'παιρνε το γράμμα στα χέρια της. Και υπέγραψε με τ’ όνομα του βασιλιά. Ύστερα άφησαν το παιδί να κοιμηθεί ήσυχα ως το πρωί. Κι όταν ξύπνησε, τού 'δωσαν το καινούργιο γράμμα και τού 'δειξαν τον σωστό δρόμο.

Η βασίλισσα πήρε λοιπόν το γράμμα και συμμορφώθηκε αμέσως με τις οδηγίες: έκανε όλες τις ετοιμασίες και την ίδια μέρα το τυχερό παλικάρι πήρε γυναίκα του την κόρη του βασιλιά. Κι επειδή ήταν όμορφο και καλό παλικάρι, τον αγάπησε κι ήταν ευχαριστημένη και ευτυχισμένη μαζί του. Μετά από λίγο καιρό ο βασιλιάς γύρισε στο παλάτι του και βρήκε το παλικάρι παντρεμένο με την κόρη του: η προφητεία είχε βγει αληθινή.

-«Πώς έγινε αυτό; », ρώτησε. «Εγώ στο γράμμα μου έδινα άλλες διαταγές».

Η βασίλισσα τότε του έδειξε το γράμμα κι ο βασιλιάς το διάβασε και είδε πως δεν ήταν το δικό του, μα άλλο, γραμμένο από άλλο χέρι. Κάλεσε λοιπόν το γαμπρό του και τον ρώτησε τι είχε συμβεί στο δικό του γράμμα και γιατί είχε φέρει άλλο γράμμα στη βασίλισσα.

-«Δεν ξέρω», αποκρίθηκε το παλικάρι. «Φαίνεται πως κάποιος άλλαξε τα γράμματα τη νύχτα που κοιμήθηκα στο δάσος».

Έξαλλος απ’ το θυμό του ο βασιλιάς τότε του είπε:

-«Δεν θα γίνει το δικό σου! Όποιος θέλει να πάρει την κόρη μου γυναίκα, πρέπει να κατέβει στην Κόλαση και να μου φέρει τρεις χρυσές τρίχες απ’ το κεφάλι του Διαβόλου. Αν μου φέρεις αυτό που σου ζητώ, τότε μπορείς να κρατήσεις τη θυγατέρα μου».

Κι ήταν βέβαιος ο βασιλιάς πως το παλικάρι θα 'φευγε μια για πάντα, για να μην ξαναγυρίσει ποτέ. Το παλικάρι όμως με το σημάδι της τύχης είπε:

-«Θα τις φέρω τις τρεις χρυσές τρίχες, δεν φοβάμαι ούτε τον Διάβολο τον ίδιο».

Κι αποχαιρετώντας τη γυναίκα του ξε κίνησε για την Κόλαση. Ο δρόμος τον οδήγησε σε μια μεγάλη πολιτεία. Και ο φρουρός στην πύλη τον σταμάτησε και τον ρώτησε:

-«Τι δουλειά ξέρεις να κάνεις;»

-«Ξέρω απ’ όλα», απάντησε το τυχερό παλικάρι.

-«Ε, τότε θα μπορέσεις να μας βοηθήσεις», είπε ο φρουρός. «Η βρύση στην αγορά σταμάτησε να τρέχει κρασί, όπως έκανε πάντα. Στέρεψε κι ούτε νερό δεν βγάζει. Μήπως ξέρεις το γιατί;»

-«Θα σας πω στο γυρισμό μου», αποκρίθηκε το παλικάρι και συνέχισε το δρόμο του, ώσπου έφτασε σε μια άλλη πολιτεία. Κι ο φρουρός πάλι τον ρώτησε:

-«Τι δουλειά ξέρεις να κάνεις;»

Και το τυχερό παλικάρι πάλι αποκρίθηκε:

-«Ξέρω απ’ όλα ».

-«Τότε θα μας κάνεις τη χάρη και θα μας πεις γιατί το δέντρο στην πλατεία μας, που έβγαζε μήλα χρυσά, ξεράθηκε τώρα και δεν έχει ούτε ένα πράσινο φύλλο».

-«Θα σας πω στο γυρισμό μου», αποκρίθηκε ξανά το παλικάρι. Και συνέχισε το δρόμο του, ώσπου έφτασε σ’ ένα μεγάλο ποτάμι κι έπρεπε να περάσει απέναντι. Ο περατάρης τον ρώτησε:

-«Τι δουλειά ξέρεις να κάνεις;»

Και το παλικάρι αποκρίθηκε:

«Ξέρω απ’ όλα».

«Ε, τότε ξέρεις να μου πεις γιατί είμαι αναγκασμένος να πηγαίνω πέρα δώθε και δεν μπορώ να ξεφύγω ποτέ απ’ αυτό το βάσανο;»

-«Θα σου το πω στο γυρισμό μου», υποσχέθηκε το παλικάρι.

Κι όταν βρέθηκε στην απέναντι όχθη, βρήκε επιτέλους την πύλη που οδηγούσε στην Κόλαση. Εκεί μέσα ήταν πηχτό σκοτάδι. Ο Διάβολος όμως έλειπε. Το παλικάρι βρήκε μονάχα την παραμάνα του, καθισμένη σε μια μεγάλη πολυθρόνα. Κι ήταν μια γριούλα καλή κι ευγενική.

-«Τι θέλεις εδώ πέρα, παλικάρι μου;» τον ρώτησε.

-«Τρεις χρυσές τρίχες απ’ το κεφάλι του Διαβόλου», απάντησε το παιδί. «Χωρίς αυτές δεν θα μπορέσω να κρατήσω τη γυναίκα που πήρα».

-«Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό που ζητάς», είπε η γριά. «Αν γυρίσει ο Διάβολος και σε βρει εδώ μέσα, μαύρο φίδι που σ’ έφαγε. Αλλά σε λυπάμαι, και θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω».

Και μ’ αυτά τα λόγια τον μεταμόρφωσε σε μυρμηγκάκι και του είπε:

-«Χώσου στο στρίφωμα της φούστας μου. Εκεί θα είσαι ασφαλισμένος».

-«Εντάξει», συμφώνησε το παλικάρι. «Αλλά θέλω να μάθω τρία πράγματα ακόμα: Γιατί μια βρύση που έτρεχε κρασί, τώρα δεν βγάζει ούτε στάλα νερό; Γιατί ένα δέντρο που έβγαζε μήλα χρυσά, τώρα δεν έχει ούτε ένα πράσινο φύλλο; Και γιατί ένας περατάρης περνάει συνέχεια πέρα δώθε, χωρίς ποτέ να βρίσκει ξεκούραση;»

-«Δύσκολα αυτά που με ρωτάς», αποκρίθηκε η γριά. «Κάτσε όμως ήσυχος στην κρυψώνα σου και άνοιξε τ’ αυτιά σου, ν’ ακούσεις τι θα λέει ο Διάβολος, την ώρα που θα του τραβώ τις τρεις χρυσές τρίχες».

Όταν ήρθε το βράδυ, γύρισε κι ο Διάβολος στο σπίτι του. Αλλά μόλις μπήκε μέσα, μυρίστηκε στον αέρα κρέας ανθρώπινο.

-«Μυρίζομαι ανθρώπινο κρέας!», είπε και έψαξε σ’ όλες τις γωνιές, χωρίς όμως να βρει τίποτα. Η παραμάνα του τού βαλε τις φωνές:

-«Μόλις σκούπισα και συγύρισα κι εσύ θα μου τα κάνεις όλα άνω-κάτω! Όλη την ώρα ανθρώπινο κρέας μυρίζεσαι! Κάτσε κάτω και φάε το φαγητό σου!»

Όταν ο Διάβολος έφαγε και ήπιε, ακούμπησε κουρασμένος το κεφάλι του στην ποδιά της παραμάνας του, για να ξεκουραστεί. Η γριά άρχισε να του χαϊδεύει τα μαλλιά, και πριν περάσει πολλή ώρα ο Διάβολος αποκοιμήθηκε. Τότε η γριά άρπαξε μια χρυσή τρίχα, την τράβηξε δυνατά, την ξερίζωσε και την έκρυψε στην τσέπη της.

-«Ωχ!», βόγκηξε ο Διάβολος. «Τι κάνεις εκεί πέρα;»

-«Είδα ένα τρομαχτικό όνειρο κι αρπάχτηκα απ’ τα μαλλιά σου!» αποκρίθηκε η γριά.

-«Και τι είδες;» τη ρώτησε ο Διάβολος.

-«Είδα μια βρύση σε μιαν αγορά, που έτρεχε ως τώρα κρασί. Και ξάφνου στέρεψε κι ούτε νερό δεν βγάζει. Τι να φταίει άραγε;»

-«Ε, και να 'ξεραν τι φταίει!», γέλασε ο Διάβολος. «Κάτω απ’ το κεφαλόβρυσο έχει φωλιάσει ένας μεγάλος βάτραχος και πίνει όλο το κρασί. Αν τον σκοτώσουν, τότε η βρύση θ’ αρχίσει και πάλι να τρέχει, όπως και πρώτα».

Η παραμάνα άρχισε τότε να του χαϊδεύει και πάλι τα μαλλιά ,ώσπου εκείνος αποκοιμήθηκε κι άρχισε να ροχαλίζει τόσο δυνατά που τα παράθυρα έτριξαν. Αμέσως εκείνη του τράβηξε και τη δεύτερη χρυσή τρίχα.

-«Ωωχ!», πετάχτηκε ο Διάβολος πονεμένος. «Τι κάνεις εκεί πέρα;» τη ρώτησε θυμωμένος.

-«Μη μου κρατάς κακία», τον σταμάτησε η παραμάνα του. «Στον ύπνο μου το έκανα».

-«Και τι κακό όνειρο είδες πάλι;», τη ρώτησε ο Διάβολος.

-«Είδα μια μηλιά, που ως τώρα έκανε χρυσά μήλα, και τώρα δεν έχει ούτε ένα πράσινο φύλλο. Τι να φταίει άραγε;»

-«Ε, και να 'ξεραν τι φταίει!» γέλασε ο Διάβολος. «Ένας ποντικός έχει θρονιαστεί και ροκανίζει τη ρίζα της, κι αν τον σκοτώσουν, τότε το δέντρο θα κάνει πάλι χρυσά μήλα, όπως και πρώτα. Αν όμως τον αφήσουν να συνεχίσει τη δουλειά του, το δέντρο θα ξεραθεί ολότελα. Άσε με όμως ήσυχο με τα όνειρα σου. Αν με ξαναξυπνήσεις, θα σου δώσω μια που θα 'ναι όλη δική σου!»

Η γριά άρχισε πάλι να του χαϊδεύει τα μαλλιά και να τον νανουρίζει, ώσπου εκείνος αποκοιμήθηκε και το 'ριξε στο ροχαλητό. Τότε έπιασε και την τρίτη χρυσή τρίχα και του την ξερίζωσε. Ο Διάβολος τινάχτηκε μέχρι το ταβάνι κι ετοιμάστηκε να την περιλάβει θυμωμένος. Εκείνη όμως τον μαλάκωσε πάλι και τον ησύχασε:

-«Τι φταίω η κακομοίρα που βλέπω τόσο τρομαχτικά όνειρα;»

«Τι είδες πάλι;» τη ρώτησε εκείνος όλο περιέργεια.

-«Είδα έναν περατάρη, που παραπονιόταν πως όλο πέρα-δώθε τραβάει κουπί με τη βάρκα του και κανείς δεν έρχεται να τον ξεκουράσει απ’ το βάσανο του. Τι να φταίει άραγε;»

-«Η κουταμάρα του φταίει!», απάντησε γελώντας ο Διάβολος. «Αν θέλει να ξεκουραστεί, πρέπει να δώσει το κουπί στον πρώτο που θα παρουσιαστεί και θα του ζητήσει να περάσει απέναντι. Τότε θα γίνει ο άλλος περατάρης στη θέση του κι αυτός θα γλιτώσει μια για πάντα».

Και μ αυτά τα λόγια ο Διάβολος πλάγιασε και πάλι να κοιμηθεί. Κι επειδή η γριά είχε πάρει και τις τρεις χρυσές τρίχες και τις απαντήσεις που ήθελε, τον άφησε να κοιμηθεί ήσυχα ως την άλλη μέρα το πρωί.

Κι όταν την άλλη μέρα σηκώθηκε κι έφυγε ,η γριά σήκωσε το μυρμήγκι απ’ το στρίφωμα της φούστας της και ξανάκανε το παλικάρι άνθρωπο, όπως ήταν και πρώτα.

-«Πάρε τις τρεις χρυσές τρίχες απ’ το κεφάλι τού Διαβόλου», του είπε. «Κι άκουσες και τις απαντήσεις στις ερωτήσεις σου ».

-«Ναι, τ’ άκουσα όλα, λέξη λέξη. Και δεν θα τα ξεχάσω».

-«Σε βοήθησα λοιπόν και τώρα μπορείς να φύγεις», είπε η γριά. Εκείνος την ευχαρίστησε για την καλοσύνη της, έφυγε απ’ την Κόλαση κι ήταν καταχαρούμενος που μπόρεσε να τελειώσει μ’ επιτυχία τη δουλειά του.

Όταν έφτασε στο ποτάμι, έπρεπε να δώσει στον περατάρη την απόκριση που τού 'χε υποσχεθεί.

-«Πέρασε με πρώτα απέναντι », είπε, «και θα σου πω με ποιον τρόπο θα γλιτώσεις».

Και όταν έφτασαν στην απέναντι όχθη, του είπε τη συμβουλή του Διαβόλου:

-«Αν θέλεις να ξεκουραστείς, πρέπει να δώσεις το κουπί στον πρώτο που θα παρουσιαστεί και θα σου ζητήσεις να περάσει απέναντι. Τότε θα γίνει ο άλλος περατάρης στη θέση σου κι εσύ θα γλιτώσεις μια για πάντα».

Ύστερα συνέχισε το δρόμο του κι έφτασε στην πολιτεία με το μαραμένο δέντρο στην πλατεία της. Ο φρουρός της πύλης περίμενε κι αυτός απάντηση. Το παλικάρι τού είπε ό,τι είχε ακούσει απ’ τον Διάβολο:

-«Σκοτώστε τον ποντικό που ροκανίζει τη ρίζα της μηλιάς κι αυτή θα κάνει πάλι χρυσά μήλα».

Ο φρουρός τότε τον ευχαρίστησε και του χάρισε γι’ ανταμοιβή δυο γαϊδουράκια φορτωμένα χρυσάφι. Το παλικάρι συνέχισε το δρόμο του κι έφτασε στην άλλη πολιτεία, με τη στερεμένη βρύση στην αγορά της. Κι εκεί είπε στο φρουρό ό,τι είχε ακούσει απ’ τον Διάβολο:

-«Κάτω απ’ το κεφαλόβρυσο έχει χωθεί ένας μεγάλος βάτραχος και πίνει όλο το κρασί. Πρέπει να τον βρείτε και να τον σκοτώσετε και τότε άφθονο το κρασί θα τρέξει πάλι απ’ τη βρύση σας».

Ο φρουρός τον ευχαρίστησε και του χάρισε κι αυτός γι ανταμοιβή δυο γαϊδουράκια φορτωμένα χρυσάφι.

Σέρνοντας έτσι πίσω του τέσσερα ζωντανά φορτωμένα χρυσάφι έφτασε επιτέλους το τυχερό παλικάρι στη γυναίκα του, που καταχάρηκε όταν τον είδε κι άκουσε με ποιον τρόπο τα είχε καταφέρει. Ο τυχερός νέος έδωσε στο βασιλιά τις τρεις χρυσές τρίχες απ’ το κεφάλι τού Διαβόλου. Κι όταν ο βασιλιάς είδε τα τέσσερα γαϊδουράκια φορτωμένα χρυσάφι, ευχαριστήθηκε πολύ και είπε:

-«Πέρασες τη δοκιμασία και σου δίνω με την ευχή μου την κόρη μου για γυναίκα σου. Αλλά για πες μου, καλέ μου γαμπρέ, πού το βρήκες όλο αυτό το χρυσάφι; Ολόκληρο θησαυρό έχεις φορτωμένο στα γαϊδουράκια σου!»

-«Πέρασα ένα ποτάμι και στην αντικρινή όχθη το βρήκα. Εκεί αντί για άμμο έχει χρυσάφι», αποκρίθηκε το παλικάρι.

-«Μπορώ να πάω κι εγώ να μαζέψω από κει;», ρώτησε ο γέρο-βασιλιάς.

-«Όσο θέλεις», του απάντησε ο γαμπρός του. «Στο ποτάμι θα βρεις έναν περατάρη, να σε περάσει απέναντι. Κι όταν φτάσεις απέναντι, μάζεψε όσο τραβάει η ψυχή σου».

Χωρίς να χάσει καιρό ο φιλάργυρος βασιλιάς ξεκίνησε μια και δυο για τον ποταμό με τη χρυσή άμμο. Κι όταν έφτασε στην όχθη, φώναξε τον περατάρη να τον περάσει απέναντι. Εκείνος πλησίασε, τον ανέβασε στη βάρκα του κι όταν έφτασαν στην αντικρινή όχθη τού 'δωσε τα κουπιά και πήδησε γρήγορα έξω. Κι από τότε ο φιλοχρήματος βασιλιάς πήρε τη θέση του περατάρη κι αυτή ήταν η τιμωρία του: να τραβάει κουπί περνώντας τον κόσμο από τη μια όχθη στην άλλη.

-«Νά 'ναι, άραγε εκεί ακόμα;»

-«Αφού κανένας δεν πήγε να πάρει απ’ τα χέρια του τα κουπιά, εκεί θα 'ναι ακόμα».

Πηγή

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ

Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια