ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΔΑΧΤΥΛΑΚΗ

Από The Stelios Files

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας ράφτης, που είχε ένα γιο μικρούλη, σαν το δάχτυλο του χεριού μας. Και γι’ αυτό τον έλεγαν Δαχτυλάκη. Ο Δαχτυλάκης όμως ήταν σπουδαίο παλικάρι και μια μέρα είπε στον πατέρα του:

-«Πατέρα, θέλω πολύ να γυρίσω τον κόσμο».

-«Εντάξει, παιδί μου», αποκρίθηκε ο γερο ράφτης. Και πήρε μια σακοράφα, έσταξε πάνω της μια σταγόνα βουλοκέρι και την έδωσε στο γιο του: «Πάρε κι ένα σπαθί μαζί σου στο ταξίδι».

Πριν φύγει όμως ο Δαχτυλάκης, αποφάσισε να φάει για τελευταία φορά μαζί με τους δικούς του. Χοροπηδώντας λοιπόν πήγε στην κουζίνα, να δει τι καλά είχε μαγειρέψει η μάνα του. Το τραπέζι ήταν στρωμένο και το τσουκάλι έβραζε στη φωτιά.

-«Μανούλα, τι θα φάμε σήμερα;», ρώτησε ο μικρός.

-«Ανέβα μονάχος σου να δεις», αποκρίθηκε η μάνα.

Πήδησε τότε ο Δαχτυλάκης πάνω στο μαγερειό και έσκυψε πάνω απ’ το τσουκάλι: κι έτσι όπως είχε τεντώσει το λαιμό του, τον πήρε ο ατμός του φαγητού και τον παρέσυρε ίσια μέσα στην καμινάδα κι απ’ την καμινάδα έξω στον αέρα. Για λίγο πέταξε μαζί με τα σύννεφα του καπνού κι ύστερα κατέβηκε και πάλι στη γη. Ξεκίνησε λοιπόν την περιπλάνηση του κι άρχισε να γυρνάει στον κόσμο. Μπήκε και στη δούλεψη ενός μάστορα, αλλά το φαγητό στο σπίτι του αφεντικού του καθόλου δεν του άρεσε.

-«Κυρά-μαστόρισσα, αν δεν μας φτιάξεις καλύτερο φαγητό», είπε ο Δαχτυλάκης, «εγώ θα φύγω. Κι αύριο το πρωί θα γράψω με κιμωλία στην πόρτα σου: πολλές οι πατάτες και λίγο το κρέας. Καλήν αντάμωση, κυρά-βασίλισσα της πατάτας!»

-«Και πού νομίζεις ότι θα πας βρε μυρμήγκι;», φώναξε η μαστόρισσα θυμωμένη. Κι αρπάζοντας ένα ξεσκονόπανο άρχισε να τον κυνηγάει. Σαν αστραπή χώθηκε κάτω απ’ τη δαχτυλήθρα ο Δαχτυλάκης. Κι ασφαλισμένος εκεί μέσα κοίταξε έξω κι έβγαλε τη γλώσσα του στη μαστόρισσα. Εκείνη σήκωσε τη δαχτυλήθρα κι ετοιμάστηκε να τον πιάσει, ο μικρούλης όμως σβέλτος κρύφτηκε ανάμεσα στις πετσέτες. Κι όσο εκείνη τον έψαχνε στις πετσέτες, αυτός χώθηκε στο συρτάρι κάτω απ’ το τραπέζι. «Χα, χα ! Κυρά μαστόρισσα», την κορόιδεψε βγάζοντας έξω το κεφάλι του. Κι όταν η γυναίκα σήκωνε το χέρι να τον χτυπήσει, αυτός κρυβόταν μέσα στο συρτάρι. Με τα πολλά όμως τον έπιασε και τον πέταξε έξω απ’ το σπίτι.

Ο Δαχτυλάκης δρόμο πήρε, δρόμο άφησε, έφτασε σ’ ένα μεγάλο δάσος: κι εκεί συνάντησε ληστές, που είχαν σκοπό να κλέψουν το θησαυρό του βασιλιά. Όταν είδαν τον Δαχτυλάκη, είπαν αμέσως με το νου τους: «Αυτός, έτσι μικρούλης που είναι, θα χωράει να περάσει μέσα απ’ την κλειδωνιά! Κι άμα μπει μέσα, θα μας ανοίξει την πόρτα».

-«Ε, εσύ, γίγαντα!», τον φώναξαν. «Θέλεις νά 'ρθεις μαζί μας, στο θησαυροφυλάκιο του βασιλιά; Θα τρυπώσεις μέσα απ’ την κλειδωνιά και θα μας πετάξεις έξω τα φλουριά!»

Ο Δαχτυλάκης το συλλογίστηκε και στο τέλος είπε: «Ναι», και πήγε μαζί τους. Έφτασαν στο θησαυροφυλάκιο κι ο μικρούλης μας επιθεώρησε την πόρτα από πάνω μέχρι κάτω, για να βρει καμιά χαραματιά. Και πριν περάσει πολλή ώρα, βρήκε μια αρκετά μεγάλη, που τον χωρούσε να περάσει. Αμέσως ετοιμάστηκε να χωθεί μέσα, τότε όμως τον πήρε χαμπάρι ο ένας από τους δυο φρουρούς, που φύλαγαν εκεί σκοπιά. Και είπε στον άλλον:

-«Κοίτα μια αράχνη που περπατάει εδώ κάτω. Θα την πατήσω και θα τη λιώσω με την μπότα μου!»

-«Άσ’ το το κακόμοιρο το ζούδι!», του είπε ο άλλος. «Δεν σού 'κανε δα τίποτα». Κι έτσι ο Δαχτυλάκης πέρασε απ’ τη χαραματιά χωρίς να πάθει τίποτα, χώθηκε στο θησαυροφυλάκιο, άνοιξε το παράθυρο κι άρχισε να πετάει ένα - ένα τα φλουριά στους ληστές που περίμεναν από κάτω. Πάνω στη φούρια τής δουλειάς του, ο Δαχτυλάκης άκουσε τα βήματα τού βασιλιά που πλησίαζε κι ήθελε να επιθεωρήσει τους θησαυρούς του. Στα γρήγορα παράτησε τα φλουριά και κρύφτηκε. Ο βασιλιάς κατάλαβε αμέσως ότι έλειπαν κάμποσα απ’ τα χρυσά φλουριά του. Αλλά δεν μπορούσε να βάλει με το νου του ποιος τα είχε κλέψει και με ποιον τρόπο, αφού οι κλειδωνιές κι οι σύρτες ήταν στη θέση τους κι όλα ήταν απείραχτα. Βγήκε λοιπόν και είπε στους φρουρούς:

-«Κάποιος έχει βάλει το χρυσάφι στο μάτι ! Κοιτάτε να τον πιάσετε!»

Όταν ο Δαχτυλάκης ξανάρχισε τη δουλειά, άκουσαν οι δυο φρουροί τα φλουριά να κουνιούνται μέσα στο θησαυροφυλάκιο και να κουδουνίζουν: Ντιν ντον, ντιν ντον! Όρμησαν γρήγορα μέσα να πιάσουν τον κλέφτη. Αλλά ο μικρούλης μας ήταν ακόμα πιο σβέλτος: πήδησε σε μια γωνιά και τράβηξε από πάνω του ένα μεγάλο φλουρί. Κοίταξαν από δω οι φρουροί, κοίταξαν από κει, τίποτα. Κι ο Δαχτυλάκης τούς κορόιδευε κι από πάνω και τους φώναζε:

-«Εδώ είμαι!» Έτρεχαν οι κακόμοιροι προς το μέρος της φωνής, εκείνος όμως προλάβαινε και κρυβόταν κάτω από άλλο φλουρί, σε μιαν άλλη γωνιά και πάλι τους φώναζε: «Εδώ είμαι! Δεν με βλέπετε;» Κι έτσι συνέχισαν να πηδάνε πότε στη μια γωνιά και πότε στην άλλη, όπου κρυβόταν ο Δαχτυλάκης, που τους κορόιδευε και τριγύριζε σαν τη σβούρα μέσα στο θησαυροφυλάκιο, ώσπου τους τρέλανε και τους κούρασε τόσο πολύ που πια τα παράτησαν κι έφυγαν. Συνέχισε κι αυτός τότε τη δουλειά του κι ένα - ένα πέταξε όλα τα φλουριά απ’ το παράθυρο: και το τελευταίο το σβούριξε μ’ όλη του τη δύναμη, και την ίδια στιγμή πήδησε και το καβάλησε. Έτσι βγήκε πετώντας απ’ το παράθυρο και κατέβηκε εκεί που περίμεναν οι ληστές. Αυτοί τον υποδέχτηκαν με ζητωκραυγές.

-«Είσαι σπουδαίο παλικάρι! Γενναίος ήρωας», του είπαν. «Θέλεις να γίνεις αρχηγός μας;»

Ο Δαχτυλάκης τους ευχαρίστησε αλλά δεν δέχτηκε, γιατί ήθελε πρώτα να γυρίσει τον κόσμο. Μοίρασαν τότε τα λάφυρα κι ο μικρούλης πήρε μόνο ένα δεκαράκι, γιατί περισσότερα δεν μπορούσε να κουβαλήσει.

Υστερα ζώστηκε και πάλι το σπαθί του, αποχαιρέτησε τους ληστές και τράβηξε το δρόμο του. Έπιασε δουλειά σε κάμποσους τεχνίτες, αλλά καμιά δεν του άρεσε: στο τέλος μπήκε υποταχτικός σ’ έναν ξενοδόχο. Οι υπηρέτριες όμως δεν τον χώνευαν: γιατί δεν μπορούσαν να τον δουν, ενώ αυτός τις έβλεπε, όποια βρομοδουλειά κι αν έκαναν και πήγαινε και τά 'λεγε όλα στ’ αφεντικά του, ό,τι έκλεβαν απ’ την κουζίνα κι απ’ το κελάρι. Είπαν τότε μεταξύ τους:

-«Κάτσε και θα δεις τι θα σε κάνουμε!» Κι αποφάσισαν να του κάνουν μια φάρσα. Κάποια μέρα, που μια απ’ αυτές έκοβε το χόρτο στον κήπο, είδε τον Δαχτυλάκη να χοροπηδάει εκεί ανάμεσα. Τον άρπαξε λοιπόν στα γρήγορα, τον τύλιξε μαζί με τα χόρτα σ’ ένα μαντίλι και τον εριξε στο παχνι, οπου έτρωγαν οι αγελάδες. Και μια μεγάλη μαύρη αγελάδα τον κατάπιε μαζί με τα χόρτα, χωρίς να τον πληγώσει και χωρίς να τον πονέσει. Ο μικρούλης έφτασε στην κοιλιά της και καθόλου δεν του άρεσε, γιατί ήταν σκοτεινά κι ούτε ένα φωτάκι δεν έφεγγε. Κι όταν ήρθαν ν’ αρμέξουν την αγελάδα ο Δαχτυλάκης από μέσα βάλθηκε να φωνάζει:

-«Μπαταμπίμ, μπαταμπάς, μήπως γέμισε ο κουβάς;»

Μέσα στη φασαρία της δουλειάς όμως κανένας δεν τον άκουσε. Λίγο πιο ύστερα μπήκε κι ο αφέντης στο στάβλο και είπε:

-«Αυτήν εκεί την αγελάδα θα τη σφάξουμε αύριο».

Τον Δαχτυλάκη τότε τον ζώσανε τα φίδια κι άρχισε να φωνάζει μ’ όλη του τη δύναμη:

-«Βγάλτε με πρώτα κι ύστερα τη σφάζετε!»

Ο αφέντης τον άκουσε, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει πούθε ερχόταν η φωνή.

-«Πού είσαι;», ρώτησε.

-«Μέσα στη μαυρούλα!», απάντησε ο μικρούλης. Ο αφέντης του όμως δεν κατάλαβε κι έφυγε. Την άλλη μέρα το πρωί την έσφαξαν την αγελάδα. Ευτυχώς ο Δαχτυλάκης δεν έπαθε τίποτα απ’ τα μαχαίρια και τους μπαλτάδες. Κι όταν ήρθαν οι χασάπηδες να φτιάξουν με το κρέας λουκάνικα, βάλθηκε να ουρλιάζει μ’ όση δύναμη είχαν τα πνευμόνια του:

-«Μην κόβετε πολύ βαθιά, μην κόβετε πολύ βαθιά ! Είμαι κι εγώ εδώ!»

Αλλά με το θόρυβο που έκαναν τα χασαπομάχαιρα πάνω στις τάβλες, κανείς δεν τον άκουγε. Τα πράγματα λοιπόν ήταν πολύ δύσκολα για τον Δαχτυλάκη. Αλλά στα δύσκολα φαίνεται το παλικάρι: ο Δαχτυλάκης άρχισε να χοροπηδάει και να τρέχει πότε από δω και πότε από κει με τόση γρηγοράδα που τα μαχαίρια δεν τού 'κοψαν ούτε τρίχα. Και τα κατάφερε να γλιτώσει και να βγει ζωντανός απ’ αυτήν την περιπέτεια. Αλλά δεν μπόρεσε και να ξεφύγει τελείως: μαζί με τα κομματάκια το κρέας, τον έχωσαν σ’ ένα μεγάλο χωριάτικο λουκάνικο. Πολύ στενάχωρα ήταν εκεί μέσα. Άσε που το λουκάνικο το κρέμασαν πάνω απ’ το τζάκι, για να καπνιστεί, κι ο Δαχτυλάκης βαρέθηκε τη ζωή του. Τέλος πάντων το χειμώνα τον κατέβασαν, γιατί κάποιος πελάτης παράγγειλε το λουκάνικο να το φάει. Και όταν η γυναίκα τού αφέντη έπιασε να κόβει το λουκάνικο φέτες, πρόσεξε να μην τεντώνει και πολύ το λαιμό του και τού τον κόψει μαζί κι αυτόν. Με τα πολλά είδε φως κι αρπάζοντας την ευκαιρία πήρε φόρα και πήδησε έξω.

Αλλά δεν ήθελε πια να μείνει στο σπίτι όπου είχε περάσει τόσα βάσανα. Ξεκίνησε λοιπόν αμέσως για καινούργια ταξίδια. Η ελευθερία του όμως δεν κράτησε και πολύ. Εκεί που προχωρούσε στο λιβάδι, συνάντησε μια αλεπού που άνοιξε το στόμα της και τον έχαψε. 

-«Ε, κυρά-Μαριώ», της φώναξε ο μικρούλης. «Εγώ είμαι, που στάθηκα στο λαιμό σου. Άσε με πάλι να βγώ, έτσι κι αλλιώς μ’ εμένα δεν μπορείς να χορτάσεις».

-«Δίκιο έχεις», αποκρίθηκε η αλεπού. «Εσύ δεν είσαι ούτε μια μπουκιά. Αν μου τάξεις τις κότες τού πατέρα σου, θα σ' αφήσω να βγεις».

-«Μ’ όλη μου την καρδιά», είπε τότε ο Δαχτυλάκης. «Οι κότες είναι δικές σου, σου δίνω το λόγο μου».

Η αλεπού τότε άνοιξε το στόμα της και τον άφησε να βγει. Τον κουβάλησε μάλιστα μέχρι το σπίτι του. Κι όταν ο πατέρας είδε τον αγαπημένο του γιόκα, έδωσε με χαρά στην κυρά-Μαριώ όλες του τις κότες.

-«Κι εγώ σου φέρνω ένα ωραίο φλουράκι», είπε τότε ο Δαχτυλάκης στον πατέρα του και τού 'δωσε τη δεκάρα που είχε κερδίσει στα ταξίδια του.

-«Γιατί όμως να φάει η αλεπού τις καημένες τις κοτούλες;»

-«Βρε κουτέ, ο πατέρας πιο πολύ αγαπάει το παιδί του παρά τις κότες στην αυλή του».

Πηγή

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ

Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια