ΜΕΘΟΔΟΙ ΣΠΟΓΓΑΛΙΕΙΑΣ

Από The Stelios Files

Η καγκάβα, το καμάκι, οι ελεύθερες καταδύσεις, το σκάφανδρο, ο μηχανισμός Φερνέζ και ο ναργιλές

Η Σπογγαλιεία, γνωστή από την αρχαιότητα, ποτέ δεν έπαψε να εξασκείται από τους κατοίκους του Αιγαίου. Βεβαίως, οι εκάστοτε συνθήκες ναυσιπλοΐας επηρέαζαν τη σπογγαλιεία και έτσι σε περιόδους καταστολής και περιορισμών ο «βούτος» για σφουγγάρια εξασκεί το σε πολύ λίγα μέρη και σε μικρή ακτίνα γύρω από αυτά. Το πιο γνωστό από τα μέρη αυτά ήταν η Σύμη, όπου οι αναφορές για σπογγαλιεία και σφουγγαράδες πυκνώνουν από τις αρχές του 17ου αιώνα. Αργότερα, μετά την Ελληνική Επανάσταση και κυρίως μετά την εξάλειψη της πειρατείας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, η σπογγαλιεία εξασκείται από αρκετούς νησιώτες σε όλο το Αιγαίο και από τα μέσα του 19ου αιώνα στις ακτές της Β. Αφρικής, από την Αίγυπτο μέχρι τη Τυνησία και τους Πάγκους της Λαμπεντούσα. Είναι η Περίοδος κατά την οποία αναπτύσσεται αξιόλογος σπογγαλιευτικός στόλος στα Δωδεκάνησα, στα νησιά Κάλυμνος, Σύμη, Καστελλόριζο, Χάλκη, Λέρος, Πάτμος, Αστυπάλαια, στη Μικρά Ασία (Κυδωνιές, Κρήνη και Αλικαρνασσό), στην Ύδρα, την Ερμιόνη, τις Σπέτσες, το Κρανίδι, την Αίγινα, τον Πειραιά και επίσης στο Τρίκερι, στη Χαλκίδα, στον Ωρωπό, στην Πάρο και στο νησί Κούταλη της Θάλασσας του Μαρμαρά. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή οι πρόσφυγες από την Κούταλη εγκαταστάθηκαν στη Λήμνο, όπου δημιούργησαν ένα νέο σπογγαλιευτικό κέντρο, τη Νέα Κούταλη.

Υπήρχαν διάφορες μέθοδοι σπογγαλιείας που εφαρμόστηκαν από τους Έλληνες σε όλο το χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Θα μπορούσαμε ίσως να διαχωρίσουμε αυτές τις μεθόδους σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Η πρώτη δεν περιλαμβάνει κανενός είδους κατάδυση και γίνεται μόνο με κάποια όργανα από το σκάφος, όπως είναι η καγκάβα και το καμάκι. Η δεύτερη περιλαμβάνει καταδύσεις, οι οποίες παλαιότερα γίνονταν ελεύθερα (με άπνοια), ενώ στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε το σκάφανδρο, η μέθοδος «φερνέζ» και τέλος ο «ναργιλές».

1
Η καγκάβα

Μία από τις παλαιότερες μεθόδους που έχει πλέον περιοριστεί, λόγω της καταστροφής που προκαλεί στο βυθό της θάλασσας, είναι η γκαγκάβα ή καγκάβα ή γαγγάβα. Πρόκειται για ένα συρόμενο εργαλείο, που αναφέρεται από την αρχαιότητα ως «γαγγάμη» (1ος αι. π.Χ. -2ος αι. μ.Χ.) ή ως «γάγγαμον» (2ος -3ος αι. μ.Χ.), ένα μικρό δίχτυ για το ψάρεμα των οστρακοειδών. Στη σπογγαλιεία η καγκάβα αποτελείτο από ένα πλαίσιο του οποίου η μία του πλευρά ήταν ένας μεταλλικός σωλήνας διαμέτρου 5-7 εκ. και οι υπόλοιπες πλευρές ξύλινες. Το πλαίσιο αυτό κρεμόταν από το σκάφος με τη βοήθεια σχοινιών και αλυσίδων και συρόταν επάνω στην επιφάνεια του βυθού. Η μεταλλική πλευρά, που ήταν από το κάτω μέρος, λόγω του βάρους της, παρέσυρε ξεριζώνοντας ό,τι υπήρχε μπροστά της. Τα ξεριζωμένα σφουγγάρια μαζί με πέτρες, φύκια και ό,τι άλλο παρέσυρε ο σωλήνας της καγκάβας περνούσαν μέσα από το πλαίσιο και μαζεύονταν σε ένα δικτυωτό σάκο που υπήρχε στο πίσω μέρος του πλαισίου. Όταν γέμιζε ο σάκος, τον ανέσυραν στο σκάφος, τον άδειαζαν στο κατάστρωμα και διάλεγαν τα σφουγγάρια που είχαν παγιδευτεί μέσα. Το πλαίσιο με το σιδερένιο σωλήνα είχε συνήθως φάρδος 5-6.5 και ύψος 0.4-0.6 μέτρα, ενώ ο δικτυωτός σάκος μπορούσε να έχει μέχρι και 6 μέτρα μήκος.

Η καγκάβα μπορούσε να δουλευτεί μόνο σε ομαλούς βυθούς, κυρίως αμμώδεις, σε βάθη έως 150 μέτρα και καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Συνήθως οι καγκάβες - έτσι ονόμαζαν και τα σκάφη από τα οποία εξασκείτο αυτό το είδος σπογγαλιείας- πραγματοποιούσαν 3-4 μακρινά ταξίδια κάθε χρόνο. Καγκάβες είχαν στις αρχές του 20ου αιώνα η Σύμη, η Κάλυμνος, η Κως, η Πάτμος, η Πάρος (όπου δουλευόταν κυρίως από Συμιακούς), η Αίγινα, ο Δοκός Αργολίδα, η Κρήνη και η Αλικαρνασσός στη Μικρά Ασία.

2 Το καμάκι

Ο αριθμός των σφουγγαριών που μπορούσαν να μαζευτούν με καμάκι ήταν περιορισμένος, αλλά η μέθοδος αυτή δεν απαιτούσε ιδιαίτερο εξοπλισμό ή μεγάλο σκάφος και έτσι μπορούσαν να την εξασκήσουν οι φτωχοί ψαράδες σαν δική τους ανεξάρτητη δουλειά. Τα όργανα ήταν ένα καμάκι με προεκτάσεις και το γυαλί ή γυάλα, ένας μεταλλικός κύλινδρος με γυαλί στον πυθμένα του. Βυθίζοντας το γυαλί ελαφρά στη θάλασσα, ο ψαράς μπορούσε να παρατηρεί μέσα από τον κύλινδρο και το γυαλί τον πυθμένα της θάλασσας και με την εμπειρία του ξεχώριζε τα σφουγγάρια. Με το καμάκι κάρφωνε το σφουγγάρι, Το ξερίζωνε και το ανέβαζε πάνω στη βάρκα. Όταν ο πυθμένας ήταν σε βάθος μεγαλύτερο από το μήκος του καμακιού συνέδεε προεκτάσεις στο στειλιάρι του καμακιού, του οποίου το μήκος μπορούσε να φθάσει τα 30 μέτρα.

Με καμάκι και γυαλί δούλευαν αρκετοί σπογγαλιείς από διάφορα μέρη. Την περίοδο της άνθισης της σπογγαλιείας (μέσα 19ου με μέσα 20ου αιώνα), οι περισσότεροι προέρχονταν από ‘Ύδρα, Σπέτσες και Ερμιόνη.

3 Γυμνοί δύτες

Οι πιο φημισμένοι σπογγαλιείς του Αιγαίου είναι αναμφίβολα αυτοί που αναφέρονται συνήθως ως «γυμνοί δύτες». Είναι οι πρώτοι δύτες ελεύθερης κατάδυσης πριν από την εμφάνιση του σκάφανδρου ή άλλου καταδυτικού μηχανισμού. Οι «δύτες» εξασκούνταν από πολύ μικρή ηλικία, και ενήλικες πια, μπορούσαν να φθάνουν σε πολύ μεγάλα βάθη χωρίς αναπνευστική βοήθεια. Αναφέρονται ελεύθερες καταδύσεις σε απίστευτα βάθη 60 και 70 μέτρων με συνολικό χρόνο κατάδυσης που προσέγγιζε τα τρία λεπτά. Οι επιδόσεις αυτές είχαν θεωρηθεί υπερβάσεις των φυσικών ικανοτήτων του ανθρώπου και είχαν προσελκύσει το ενδιαφέρον των ερευνητών της φυσιολογίας ήδη από τον περασμένο αιώνα.

Βασικό εργαλείο της ελεύθερης κατάδυσης ήταν το καμπανέλλι ή σκανδαλόπετρα, μία πεπλατυσμένη πέτρα ή ένα κομμάτι λευκό μάρμαρο με μια τρύπα από όπου δενόταν ένα σχοινί. Παλαιότερα έριχναν πρώτα το καμπανέλλι στη θάλασσα και μετά βουτούσε ο δύτης, που κινείτο σε πολύ κοντινή ακτίνα γύρω από αυτήν. Το 1840 ένας Συμιακός δύτης, ο Μιχαήλ Καρανίκας, τελειοποίησε τη χρήση του καμπανελλιού, όταν διαπίστωσε ότι, κρατώντας το καμπανέλλι κατά την κατάδυση, μπορούσε όχι μόνο να καταδυθεί γρηγορότερα αλλά και να ελέγχει την ταχύτητα κατάδυσης, κρατώντας αυτή την πεπλατυσμένη πέτρα, τραπεζοειδούς σχήματος, σε διάφορες θέσεις. Επίσης μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει ως τιμόνι και να αλλάξει ελαφρώς την κατεύθυνσή του προς τον πυθμένα, προσεγγίζοντας γρηγορότερα τη θέση που βρίσκονταν σφουγγάρια.

Στη συνέχεια επινοήθηκε η «γάσα», ένα κομμάτι σχοινί με θηλιές στα δύο άκρα του. H μία θηλιά ήταν περασμένη στο σχοινί του καμπανελλιού και η δεύτερη στον καρπό του ενός χεριού του δύτη. Έτσι o δύτης δεν κινδύνευε να παρασυρθεί μακριά από το καμπανέλλι και να χαθεί στο βυθό της θάλασσας.

Σημαντικό ρόλο έπαιζε και το σκάφος το οποίο έπρεπε να κινείται με ελαφριές κινήσεις, συνήθως με τα κουπιά, τόσα για να μην παρασύρει τον δύτη, όσο και για να τον ακολουθεί στις μετακινήσεις του κατά το χρόνο κατάδυσης.

Οι πιο φημισμένοι «γυμνοί δύτες» ήταν οι Δωδεκανήσιοι και, κυρίως, οι Συμιακοί και οι Καλύμνιοι. Η φήμη τους ήταν τόσο μεγάλη που συχνά τους καλούσαν Έλληνες ή ξένοι ιδιοκτήτες ναυαγισμένων πλοίων, για να καταδυθούν και να ανασύρουν πολύτιμα αντικείμενα από τα ναυάγια.

4 Το σκάφανδρο

Το 1863 ο Συμιακός Φώτης Μαστορίδης παρουσίασε στο λιμάνι της Σύμης μια επαναστατική μέθοδο κατάδυσης που παρείχε τη δυνατότητα παραμονής στο βυθό περισσότερη ώρα. Το σκάφανδρο που είχε ήδη εφαρμοστεί σε λιμενικά έργα και σε ναυάγια διαδόθηκε πολύ γρήγορα στη σπογγαλιεία και μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια χρησιμοποιήθηκαν στο Αιγαίο πάνω από 110 καταδυτικές μηχανές από σπογγαλιείς της Σύμης, της Καλύμνου, της Χάλκης και λιγότερο της Αλικαρνασσού, του Καστελλόριζου, των Κυδωνιών, των Μοσχονήσων και της ελεύθερης Ελλάδας (Ύδρα, Σπέτσες, Κρανίδι και Ερμιόνη). Σημειώνουμε ότι οι Συμιακοί, το 1877 είχαν ήδη 50 καταδυτικές μηχανές.

Με το σύστημα αυτό ο δύτης έφερε μια πλήρη ενδυμασία κατάδυσης, με στολή, περικεφαλαία σκάφανδρου, χάλκινο θώρακα, παπούτσια, βαρίδια στο στήθος, κ.λπ. Μία χειροκίνητη αντλία με έμβολα έστελνε φυσικό αέρα στην περικεφαλαία Του δύτη μέσω ενός σωλήνα που ονομαζόταν μαρκούτσι. Κατά την κατάδυση του δύτη δυο άνθρωποι δούλευαν την αεραντλία, ένας παρακολουθούσε το χρόνο κατάδυσης, ένας άλλος, ο κολαουζιέρης, επικοινωνούσε με Τον δύτη μέσω Του σχοινιού με το οποίο ήταν δεμένος στη μέση ο τελευταίος και ένας ή δύο τραβούσαν κουπί ακολουθώντας την πορεία του δύτη, όπως αυτή φαινόταν από τις φυσαλίδες Που έβγαιναν στην επιφάνεια.

Όσο γρήγορα διαδόθηκε η νέα μέθοδος εξίσου γρήγορα έγινε φανερός ο κίνδυνος που διέτρεχαν οι δύτες από την άγνοια των κανόνων κατάδυσης με σκάφανδρο (κυρίως στο στάδιο της ανάδυσης), ή από τη στυγνή εκμετάλλευσή τους από τους καπεταναίους που παρέτειναν εγκληματικά το χρόνο κατάδυσης των δυτών. Το μεγάλο ποσοστό των ατυχημάτων οδήγησε μέχρι και στον ξεσηκωμό των τοπικών κοινωνιών για την κατάργησή του, και έτσι το οθωμανικό κράτος, στο οποίο ανήκαν τότε τα Δωδεκάνησα, αναγκάστηκε να απαγορεύσει τη χρήση του σκάφανδρου το 1881, απαγόρευση που καταστρατηγήθηκε και εν τέλει ανακλήθηκε το 1885.

Ένας από τους λόγους της ανάκλησης ήταν ότι κατά τη διάρκεια της απαγόρευσης η σπογγαλιεία με σκάφανδρο αναπτύχθηκε ανταγωνιστικά από την Ύδρα, τις Σπέτσες και την Αίγινα αφού το ελληνικό κράτος δεν την είχε απαγορεύσει . Το γεγονός αυτό οδήγησε σε αθέμιτο ανταγωνισμό και εν τέλει στην ανάκληση της απαγόρευσης από το οθωμανικό κράτος, παρά τις διαμαρτυρίες των κατοίκων των Δωδεκανήσων.

Τα αποτελέσματα από τη χρήση του σκάφανδρου φαίνονται και από το γεγονός ότι από το 1866 μέχρι το 1915 καταγράφηκαν σε καταδύσεις με χρήση σκάφανδρου 10.000 θάνατοι και 20.000 παραλύσεις στα σπογγαλιευτικά νησιά του αιγαίου, ενώ το ίδιο διάστημα σημειώθηκαν μόνο δέκα θάνατοι γυμνών δυτών.

Το 1916 τα περισσότερα θύματα προέρχονταν από τη Σύμη, την Κάλυμνο, τη Χάλκη, το Καστελλόριζο, τα Μοσχονήσια, την Ύδρα και τις Σπέτσες, ενώ λιγότερους νεκρούς θρήνησαν η Σαλαμίνα, το Κρανίδι, η Λέρος, η Τήλος, η Αστυπάλαια, η Αλικαρνασσός, κ.λπ.

5 Ο μηχανισμός Φερνέζ

Το 1920 δοκιμάστηκε και στη συνέχεια υιοθετήθηκε ένας νέος αναπνευστικός μηχανισμός, που ονομάστηκε «φερνέζ» από το όνομα του εφευρέτη του. Με το μηχανισμό αυτό, η κατάδυση υποτίθεται ότι συνδύαζε τα πλεονεκτήματα του γυμνού δύτη και του σκάφανδρου με ορισμένες επιπλέον βελτιώσεις. Τα πιο σημαντικά πλεονεκτήματα ήταν η χρήση ενός μικρού αερόσακου στην πλάτη του δύτη, από τον οποίο εξασφαλιζόταν η ομαλή ροή αέρα προς τους πνεύμονές του, η κατάργηση της στολής που προκαλούσε δερματικά προβλήματα και έκανε δυσκίνητο το δύτη και τέλος, ο ελαφρύς σωλήνας τροφοδοσίας αέρα με τον οποίο έπαψαν τα προβλήματα που είχε ο δύτης από το βαρύ σωλήνα του σκάφανδρου. Ωστόσο, ούτε με τη μέθοδο αυτή ελαττώθηκαν τα ατυχήματα που συνέβαιναν κυρίως όταν η κατάδυση γινόταν σε μεγάλο βάθος (πάνω από 30 μέτρα) και λόγω υποθερμίας όταν ο δύτης έμενε πολύ ώρα στο νερό. Η μέθοδος φερνέζ άρχισε να χρησιμοποιείται στη Σύμη και την Κάλυμνο, για να καθιερωθεί στη συνέχεια μόνο στην Κάλυμνο.

Στη δεκαετία του 1970 αντικαταστάθηκαν όλες οι παλαιότερες μέθοδοι κατάδυσης από το σύγχρονο σύστημα του «ναργιλέ», όπου ο δύτης φοράει πλέον στολή βατραχανθρώπου και ένας αεροσυμπιεστής του παρέχει αέρα από το σκάφος. Ο χρόνος ανάδυσης είναι πλέον προγραμματισμένος και έτσι τα ατυχήματα από λάθη της διαδικασίας έχουν πρακτικά εκλείψει.

Τη δεκαετία του 1960 η Αίγυπτος και η Λιβύη εθνικοποίησαν τον ενάλιο πλούτο τους και οι σφουγγαράδες έχασαν τις βασικότερες σπογγοφόρους περιοχές. Το τελικό όμως χτύπημα ήρθε γύρω στο 1986, όταν εμφανίστηκε στην ανατολική μεσόγειο μια αρρώστια που κατέστρεφε τα σφουγγάρια. Η σπογγαλιεία την περίοδο αυτή συρρικνώθηκε δραματικά και οι περισσότεροι από τους σφουγγαράδες αναγκάστηκαν να στραφούν σε άλλα επαγγέλματα και κυρίως στην αλιεία.

6 Πηγή

Κώστας Δαμιανίδης – από το ένθετο «Επτά Ημέρες» της Καθημερινής 13/9/1998