Η ΣΤΑΧΤΟΠΟΥΤΑ

Από The Stelios Files
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ αρρώστησε βαριά η γυναίκα ενός πλούσιου ανθρώπου. Κι επειδή το 'νιωσε ότι το τέλος της πλησίαζε, φώναξε κοντά της τη μοναχοκόρη της και της είπε: «Αγαπημένο μου παιδί, να είσαι πάντα καλή και πονετική. Κι ο Θεός δεν θα σ’ εγκαταλείψει αβοήθητη. Κι εγώ θα σε βλέπω, ψηλά απ’ τον ουρανό, και θα σε προστατεύω».

Ύστερα έκλεισε τα μάτια της και πέθανε. Το κορίτσι πήγαινε κάθε μέρα στο μνήμα της μάνας του κι έκλαιγε και κρατούσε την υπόσχεση που της είχε δώσει. Κι όταν ήρθε ο χειμώνας, το χιόνι έστρωσε το λευκό σεντόνι του πάνω απ’ τον τάφο. Και την άνοιξη, όταν ο ήλιος το ξέστρωσε, ο άντρας ξαναπαντρεύτηκε.

Η γυναίκα έφερε στο σπίτι τις δυο της κόρες, που ήταν όμορφες στην όψη, άσπρες σαν τα κρίνα, αλλά άσχημες στην καρδιά, όλο κακία, κατάμαυρες σαν την πίσσα. Έτσι άρχισαν τα βάσανα για τη φτωχή την προγονή.

-«Γιατί αυτή η ανόητη να κάθεται μαζί μας στο σαλόνι;», έλεγαν. «Όποιος θέλει να τρώει ψωμί, πρέπει να το κερδίζει με τον ιδρώτα του. Εμπρός! Γρήγορα στην κουζίνα, με τις δούλες». Της πήραν τα ωραία της φορέματα και της έδωσαν μια γκρίζα παλιά ποδιά και ξύλινα τσόκαρα. «Καμαρώστε την, την πριγκηπέσα ! Ντυμένη και στολισμένη για το χορό!», την κορόιδεψαν.

Και την έβαλαν να κάθεται στην κουζίνα και να δουλεύει σκληρά απ’ το πρωί ως το βράδυ. Κάθε πρωί έπρεπε να σηκώνεται ξημερώματα να κουβαλάει νερό, ν’ ανάβει φωτιά, να μαγειρεύει και να πλένει. Και σαν να μην ήταν αρκετά όλα αυτά, οι δυο αδερφές έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να την παιδεύουν και να τη βασανίζουν: την περιγελούσαν, σκόρπιζαν τις φακές και τα μπιζέλια μέσα στις στάχτες, και την ανάγκαζαν ύστερα να τα ξαναμαζέψει. Το βράδυ, πεθαμένη η μικρή στην κούραση, δεν είχε κρεβάτι για να ξεκουραστεί, αλλά έπεφτε και κοιμόταν δίπλα στο τζάκι, κατάχαμα. Κι επειδή ήταν πάντα βρόμικη απ’ τις στάχτες και τη σκόνη, την έλεγαν Σταχτοπούτα.

Μια μέρα ο πατέρας κίνησε να πάει στο παζάρι και ρώτησε τις δυο κόρες της γυναίκας του τι δώρο να τους φέρει. «Ωραία ρούχα», είπε η πρώτη. «Πετράδια και μαργαριτάρια», απάντησε η δεύτερη. «Κι εσύ, Σταχτοπούτα», ρώτησε και τη δική του κόρη, «τι δώρο θέλεις να σου φέρω;»

-«Το πρώτο κλαδάκι που θα χαϊδέψει το καπέλο σου, πατέρα, όταν θα πάρεις το δρόμο του γυρισμού, σπάσ’ το και φέρ' το μου!» Αγόρασε λοιπόν για τις κόρες της γυναίκας του φουστάνια και κοσμήματα. Κι όταν γύριζε πια στο σπίτι, ένα κλαδάκι φουντουκιάς άγγιξε το καπέλο του. Κι εκείνος θυμήθηκε την υπόσχεση του, το 'κοψε και το πήρε μαζί του.

Έφτασε στο σπίτι του, έδωσε στις δυο αδερφές τα δώρα τους, έδωσε και στη Σταχτοπούτα το κλαδάκι της φουντουκιάς. Η κόρη του τον ευχαρίστησε, πήρε το κλαδάκι και το πήγε στον τάφο της μητέρας της. Εκεί το φύτεψε κι έκλαψε τόσο πικρά που τα δάκρυα της κύλησαν ποτάμι απ’ τα μάγουλα της και το πότισαν. Το κλαδάκι μεγάλωσε κι έγινε δέντρο, ψηλό και όμορφο. Τρεις φορές την ημέρα πήγαινε η Σταχτοπούτα, καθόταν στον ίσκιο του κι έκλαιγε και προσευχόταν. Και κάθε φορά ένα άσπρο πουλάκι ερχόταν και κούρνιαζε στα κλαδιά της φουντουκιάς. Κι όταν η Σταχτοπούτα έκανε μιαν ευχή, αμέσως της έριχνε αυτό που είχε επιθυμήσει.

Έτυχε όμως κάποτε κι ο βασιλιάς διοργάνωσε μια μεγάλη γιορτή, που θα κρατούσε τρεις ολόκληρες μέρες. Και προσκάλεσε όλες τις όμορφες κοπέλες της πολιτείας, για να διαλέξει ο γιος του τη γυναίκα που θα παντρευόταν. Όταν άκουσαν οι δυο αδερφές πως τις είχαν προσκαλέσει κι αυτές, τρελάθηκαν απ’ τη χαρά τους. Φώναξαν λοιπόν τη Σταχτοπούτα και της είπαν:

-«Χτένισε μας τα μαλλιά, βούρτσισε μας τα παπούτσια, στερέωσε τις αγκράφες μας. Γιατί θα πάμε νύφες στο παλάτι τού βασιλιά».

Η Σταχτοπούτα έκανε ό,τι της είχαν ζητήσει, μα έκλαψε πικρά, γιατί πολύ θα ήθελε να πάει κι αυτή στο χορό. Και παρακάλεσε τη μητριά της να την αφήσει.

-«Εσύ είσαι βουτηγμένη στη στάχτη και στη βρομιά από το κεφάλι ως τα πόδια!», της είπε η μητριά της. «Και θέλεις να πας στο χορό του βασιλιά; Δεν έχεις ούτε φόρεμα ούτε παπούτσια και θέλεις να χορέψεις; Δεν είμαστε με τα καλά μας!» Επειδή όμως η Σταχτοπούτα δεν έλεγε να σταματήσει τα παρακάλια, της είπε: «Έχω ρίξει εδώ στις στάχτες μια γαβάθα φακές. Αν καταφέρεις να τις μαζέψεις όλες μέσα σε δυο ώρες, τότε θα σ’ αφήσω να πας στο χορό». Το κορίτσι βγήκε από την πίσω πόρτα στον κήπο και φώναξε:

-«Αχ, περιστεράκια μου, αχ, τρυγόνια εσείς κι όλα τα πετεινά τ’ ουρανού, ελάτε να με βοηθήσετε,

να διαλέξω τις φακές:
στη γαβάθα τις καλές,
στα σκουπίδια τις κακές».

Ήρθαν τότε στο παραθύρι της κουζίνας δυο λευκά περιστέρια κι ύστερα τα τρυγόνια και τέλος όλα τα πουλάκια τ’ ουρανού ήρθαν φτερουγίζοντας και τιτιβίζοντας και κάθισαν πάνω στις στάχτες. Και κούνησαν τα κεφαλάκια τους κι άρχισαν τσικ, τσικ, τσικ, να τσιμπολογούν και να ξεδιαλέγουν τις φακές. Δεν είχε περάσει ούτε μια ώρα όταν τέλειωσαν κι έφυγαν πάλι πετώντας. Και το κορίτσι πήγε τη γαβάθα στην κακιά μητριά καταχαρούμενο, γιατί νόμιζε ότι θα μπορούσε πια να πάει στο χορό. Εκείνη όμως είπε:

-«Όχι, Σταχτοπούτα, δεν έχεις τίποτα να φορέσεις και δεν ξέρεις να χορεύεις. Όλος ο κόσμος θα σε κοροϊδεύει». Επειδή όμως η Σταχτοπούτα άρχισε να κλαίει, η μητριά της είπε:

-«Αν μπορέσεις να ξεδιαλέξεις δυο γαβάθες φακή απ’ τις στάχτες σε μιαν ώρα, τότε θα σ’ αφήσω να πας». Κι από μέσα της σκεφτόταν: «Ποτέ δεν πρόκειται να τα καταφέρει!» Άδειασε λοιπόν δυο γαβάθες φακή στις στάχτες κι έφυγε. Η Σταχτοπούτα όμως βγήκε πάλι απ’ την πίσω πόρτα στον κήπο και φώναξε:

-«Αχ, περιστεράκια μου, αχ, τρυγόνια εσείς κι όλα τα πετεινά τ’ ουρανού, ελάτε να με βοηθήσετε,

να διαλέξω τις φακές:
στη γαβάθα τις καλές,
στα σκουπίδια τις κακές».

Ήρθαν τότε στο παραθύρι της κουζίνας δυο λευκά περιστέρια κι ύστερα τα τρυγόνια και τέλος όλα τα πουλάκια τ’ ουρανού ήρθαν φτερουγίζοντας και τιτιβίζοντας και κάθισαν πάνω στις στάχτες. Και κούνησαν τα περιστέρια τα κεφαλάκια τους κι άρχισαν τσικ, τσικ, τσικ, να τσιμπολογούν και να ξεδιαλέγουν τις φακές. Και τότε άρχισαν κι όλα τα υπόλοιπα πετούμενα τσικ, τσικ, τσικ, να τσιμπολογούν και να ξεδιαλέγουν τις φακές. Και πριν περάσει μισή ώρα είχαν τελειώσει κι έφυγαν πάλι πετώντας. Το κορίτσι τότε πήγε τις δυο γαβάθες στη μητριά του καταχαρούμενο, γιατί νόμιζε ότι τώρα πια θα το άφηνε να πάει στο χορό του βασιλιά. Εκείνη όμως είπε:

-«Ό,τι κι αν κάνεις, δεν πρόκειται να έρθεις μαζί μας. Δεν έχεις τίποτα να φορέσεις και δεν ξέρεις να χορεύεις. Θα μας κάνεις ρεζίλι».

Και μ’ αυτά τα λόγια της γύρισε την πλάτη και έφυγε με τις δυο ψηλομύτες κόρες της.

Όταν έμεινε μόνη της η Σταχτοπούτα, πήγε στον τάφο της μάνας της, κάτω απ’ τη φουντουκιά, και φώναξε:

''''«Δεντράκι, κούνα τα κλαδιά,
στ’ ασήμια ντύσε με και στα χρυσά».

Το πουλάκι τότε της έριξε ένα φόρεμα υφασμένο με ασημένια και χρυσή κλωστή και γοβάκια κεντημένα με μετάξι και μάλαμα. Η Σταχτοπούτα ντύθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε κι έτρεξε στο χορό. Οι αδερφές της κι η μητριά της δεν την γνώρισαν και νόμισαν πως ήταν κάποια ξένη βασιλοπούλα, τόσο όμορφη ήταν με το χρυσό της φόρεμα. Τη Σταχτοπούτα ούτε καν που τη σκέφτηκαν θαρρούσαν πως ήταν ακόμα στο σπίτι, βρόμικη απ’ την κορφή ως τα νύχια, και ξεδιάλεγε τις φακές μέσα απ’ τη στάχτη. Το βασιλόπουλο όμως, μόλις την είδε, πήγε ίσια προς το μέρος της, την πήρε απ’ το χέρι και χόρεψε μαζί της. Κι ούτε ήθελε να χορέψει μ’ άλλην καμιά και δεν την άφησε διόλου απ’ την αγκαλιά του. Κι όταν ερχόταν κάποιος άλλος καβαλιέρος να χορέψει με τη Σταχτοπούτα, το βασιλόπουλο δεν το άφηνε. «Είναι η δική μου ντάμα!», έλεγε.

Έτσι χόρεψαν μέχρι που νύχτωσε. Κι η Σταχτοπούτα θέλησε να γυρίσει στο σπίτι της. Ο γιος του βασιλιά όμως είπε: «Θα 'ρθω μαζί σου ,να μη γυρίσεις μονάχη ». Γιατί ήθελε να μάθει ποιανού θυγατέρα ήταν η όμορφη κοπέλα. Μα η Σταχτοπούτα του ξέφυγε και χώθηκε στον περιστεριώνα. Το βασιλόπουλο τότε περίμενε να 'ρθει ο πατέρας της και του είπε πού είχε τρυπώσει εκείνη η παράξενη κοπέλα. Ο γέρος σκέφτηκε: «Λες να είναι η Σταχτοπούτα;» Πρόσταξε λοιπόν να του φέρουν το τσεκούρι και την αξίνα του κι έκανε κομμάτια τον περιστεριώνα. Αλλά μέσα δεν βρήκανε κανέναν. Κι όταν μπήκαν στο σπίτι, βρήκαν τη Σταχτοπούτα με τα γκρίζα βρόμικα ρούχα της ,να κοιμάται μέσα στις στάχτες, κι ένα μικρό λαδοφάναρο έκαιγε στο περβάζι του τζακιού. Γιατί η Σταχτοπούτα είχε γλιστρήσει κρυφά έξω απ’ τον περιστεριώνα κι είχε τρέξει στη φουντουκιά εκεί έβγαλε τα όμορφα ρούχα και τ’ άφησε πάνω στον τάφο, απ’ όπου τα πήρε γρήγορα το πουλάκι κι εκείνη έβαλε ξανά τα παλιά, βρόμικα ρούχα της και είχε τρέξει στη γωνιά της, πλάι στο τζάκι.

Την άλλη μέρα, όταν ξανάρχισε η γιορτή, κι ο πατέρας, η μητριά κι οι αδερφές της έφυγαν πάλι, η Σταχτοπούτα πήγε κάτω απ’ τη φουντουκιά και είπε:

«Δεντράκι, κούνα τα κλαδιά,
Στ’ ασήμια ντύσε με και στα χρυσά ».

Το πουλί τότε της έριξε ένα φόρεμα ακόμα πιο όμορφο και λαμπερό απ’ το πρώτο. Κι όταν η Σταχτοπούτα παρουσιάστηκε στο χορό μ’ αυτό το φόρεμα, όλοι θαμπώθηκαν απ’ την ομορφιά της. Το βασιλόπουλο, που την περίμενε ανυπόμονα, την πήρε αμέσως απ’ το χέρι και δεν χόρεψε όλη νύχτα μ’ άλλη καμιά. Κι όταν ερχόταν κάποιος άλλος καβαλιέρος να χορέψει με τη Σταχτοπούτα, το βασιλόπουλο δεν τον άφηνε. «Είναι η δική μου ντάμα!», έλεγε. Όταν τέλειωσε ο χορός κι έφυγε η Σταχτοπούτα, το βασιλόπουλο την πήρε από πίσω, για να δει σε ποιο σπίτι θα’ μπαίνε. Εκείνη όμως του ξέφυγε πάλι και χώθηκε στον κήπο πίσω απ’ το σπίτι. Εκεί ανέβηκε γοργά, σαν σκιουράκι, στα κλαδιά μιας μεγάλης και όμορφης αχλαδιάς, που ήταν γεμάτη ώριμα και γλυκά αχλάδια. Το βασιλόπουλο την έχασε απ’ τα μάτια του. Περίμενε λοιπόν πάλι τον πατέρα και του είπε:

-«Η παράξενη κοπέλα μού ξέφυγε. Νομίζω ότι αυτή τη φορά σκαρφάλωσε στα κλαδιά της αχλαδιάς σου». Ο πατέρας σκέφτηκε: «Λες να είναι η Σταχτοπούτα;» Πρόσταξε λοιπόν να του φέρουν το τσεκούρι και την αξίνα του κι έκοψε το δέντρο. Αλλά δεν βρήκαν κανέναν στα κλαδιά του. Κι όταν μπήκαν στην κουζίνα, βρήκαν τη Σταχτοπούτα πλαγιασμένη δίπλα στο τζάκι, όπως πάντα. Γιατί είχε πηδήσει απ’ την άλλη μεριά τού δέντρου, είχε αφήσει τα όμορφα ρούχα της στον τάφο να τα πάρει το πουλάκι, είχε φορέσει την παλιά βρόμικη ποδιά της κι είχε προλάβει να πλαγιάσει στη γωνίτσα της.

Την τρίτη μέρα, μόλις έφυγαν οι άλλοι, η Σταχτοπούτα πήγε πάλι στον τάφο της μάνας της και είπε στη φουντουκιά:

«Δεντράκι, κούνα τα κλαδιά,

'Στ’ ασήμια ντύσε με και στα χρυσά».

Το πουλί τότε της έριξε ένα φόρεμα, τόσο όμορφο και αστραφτερό, που άλλο όμοιο του δεν υπήρχε. Και τα γοβάκια της αυτή τη φορά ήταν από καθαρό χρυσάφι. Κι όταν η Σταχτοπούτα παρουσιάστηκε στη γιορτή μ’ αυτό το φόρεμα, έμειναν όλοι μ’ ανοιχτό το στόμα απ’ το θαυμασμό. Το βασιλόπουλο χόρεψε μονάχα μαζί της κι όταν κάποιος άλλος τη ζητούσε, έλεγε: «Είναι η δική μου ντάμα».

Όταν νύχτωσε, η Σταχτοπούτα ετοιμάστηκε να φύγει κι ο πρίγκιπας θέλησε να τη συνοδεύσει. Αλλά του ξέφυγε τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβε να την ακολουθήσει. Ο πρίγκιπας όμως είχε σκεφτεί μια πονηριά και είχε βάλει να στρώσουν πίσσα στις σκάλες. Καθώς λοιπόν εκείνη κατέβαινε τρέχοντας, το αριστερό της γοβάκι κόλλησε και της έφυγε. Το βασιλόπουλο το μάζεψε και είδε πως ήταν μικροκαμωμένο και λεπτό και ολόχρυσο. Την άλλη μέρα το πρωί πήγε στο σπίτι του άντρα και του είπε:

-«Θα πάρω γυναίκα μου αυτήν που θα της ταιριάζει το χρυσό γοβάκι». Κι οι δυο αδερφές καταχάρηκαν μόλις το έμαθαν, γιατί είχαν κι οι δυο τους όμορφα και μικρά πόδια. Η μεγαλύτερη πήρε πρώτη το χρυσό γοβάκι, να το δοκιμάσει. Κι η μάνα της πήγε μαζί της στο δωμάτιο της. Μα το γοβάκι ήταν μικρό και το μεγάλο της δάχτυλο δεν χωρούσε να μπει. Η μάνα της τότε της δίνει το μαχαίρι και της λέει:

-«Κόψ’ το. Όταν θα γίνεις βασίλισσα, δεν θα πηγαίνεις πουθενά με τα πόδια». Το κορίτσι έκοψε το δάχτυλο του, ζόρισε το πόδι του να μπει μέσα στο γοβάκι, δάγκωσε τα χείλια του για να μη φωνάξει απ’ τον πόνο και παρουσιάστηκε στον πρίγκιπα. Εκείνος τότε την ανέβασε νύφη στο άλογο του και την πήρε μαζί του. Κι όπως πήγαιναν, πέρασαν δίπλα απ’ τον τάφο. Και δυο πουλάκια κάθονταν στα κλαδιά της φουντουκιάς και τραγουδούσαν:

«Κοίτα να δεις, κοίτα να δεις,
αίμα στάζει της πληγής.
Το γοβάκι είναι μικρό
και το δάχτυλο λειψό.
Τη νυφούλα τη σωστή
δεν την έχει ακόμα βρει».

Το βασιλόπουλο γύρισε να δει. Και είδε πράγματι το αίμα που έτρεχε κι έσταζε απ’ το γοβάκι. Έστριψε λοιπόν το άλογο του και πήγε την ψεύτικη νύφη στο σπίτι της.

-«Δεν είναι αυτή η κοπέλα που ψάχνω», είπε. «Ας δοκιμάσει το γοβάκι η αδερφή της».

Η μικρή πήρε τότε το γοβάκι και πήγε στο δωμάτιο της να το δοκιμάσει. Και το δάχτυλο της χώρεσε μέσα στο γοβάκι, αλλά η φτέρνα της δεν έμπαινε με τίποτα. Η μάνα της τότε της δίνει το μαχαίρι και της λέει:

«Κόψε ένα κομμάτι απ’ τη φτέρνα σου. Όταν θα γίνεις βασίλισσα, δεν θα πηγαίνεις πουθενά με τα πόδια ». Και το κορίτσι έκοψε ένα κομμάτι απ’ τη φτέρνα του και έχωσε με το ζόρι το πόδι του μέσα στο γοβάκι, δάγκωσε τα χείλια του να μη φωνάξει απ’ τον πόνο και παρουσιάστηκε στον πρίγκιπα. Εκείνος την ανέβασε νύφη στο άλογο του και την πήρε μαζί του. Καθώς περνούσαν όμως κάτω από τη φουντουκιά, τα δυο περιστεράκια καθόντουσαν ακόμα στα κλαδιά της και τραγουδούσαν:

«Κοίτα να δεις, κοίτα να δεις,
αίμα στάζει της πληγής.
Το γοβάκι είναι μικρό
και το δάχτυλο λειψό.
Τη νυφούλα τη σωστή
δεν την έχει ακόμα βρει».

Ο πρίγκιπας τότε γύρισε και είδε πράγματι το αίμα να στάζει και να βάφει κατακόκκινες τις άσπρες κάλτσες της κοπέλας. Έστριψε λοιπόν το άλογο του και γύρισε πάλι την ψεύτικη νύφη στο σπίτι της.

-«Ούτε αυτή είναι η κοπέλα που ψάχνω», είπε. «Δεν έχετε άλλη θυγατέρα;»

-«Όχι», αποκρίθηκε ο πατέρας. «Μόνο μια κακόμοιρη μικρούλα έχω ακόμα, μια Σταχτοπούτα, απ’ τη μακαρίτισσα την πρώτη μου γυναίκα. Αλλά δεν μπορεί να είναι αυτή η νύφη».

Ο πρίγκιπας όμως τον πρόσταξε να του τη φέρουν, για να δοκιμάσει κι αυτή το γοβάκι. Η μητριά όμως του είπε: «Αχ, μην το κάνετε. Είναι τόσο βρόμικη που δεν κάνει να τη δείτε!

-«Το βασιλόπουλο όμως επέμεινε και τότε έστειλαν να φωνάξουν τη Σταχτοπούτα. Εκείνη έπλυνε τα χέρια και το πρόσωπο της, μπήκε στη σάλα και υποκλίθηκε μπροστά στον πρίγκιπα. Εκείνος της έδωσε το χρυσό γοβάκι. Και η μικρή κάθισε σ’ ένα σκαμνί, έβγαλε το ξύλινο τσόκαρο και το φόρεσε. Και το γοβάκι της ερχότανε γάντι. Κι όταν σηκώθηκε, την κοίταξε ο πρίγκιπας στο πρόσωπο και την αναγνώρισε και φώναξε:

-«Αυτή είναι η κοπέλα που ψάχνω!» Η μητριά κι οι δυο αδερφές χλόμιασαν απ’ το κακό τους. Ο γιος του βασιλιά όμως πήρε τη Σταχτοπούτα νυφούλα στο άλογο του και έφυγαν. Καθώς περνούσαν κάτω απ’ τη φουντουκιά, τα δυο περιστεράκια τους είδαν και τραγούδησαν:

«Κοίτα να δεις, κι αυτός ας δει!
Ούτε αίμα ούτε πληγή.
Το γοβάκι είναι καλό
και το πόδι της σωστό.
Τη νυφούλα τη σωστή
σπίτι του την πάει μαζί ».

Και μ αυτά τα λόγια πέταξαν κι ήρθαν και κάθισαν στους ώμους της Σταχτοπούτας, ένα στ’ αριστερά της κι ένα στα δεξιά της. Κι εκεί έμειναν.

Λίγες μέρες αργότερα ετοιμάστηκαν για το γάμο. Κι οι δυο αδερφές ήρθαν κι αυτές να πάρουν μέρος στη γιορτή και να καλοπεράσουν. Και στην εκκλησία στάθηκαν μαζί με τους μελλόνυμφους, η μεγάλη δεξιά κι η μικρή αριστερά απ’ τη νύφη. Τα περιστέρια τότε τινάχτηκαν απ’ τους ώμους της Σταχτοπούτας κι ορμώντας έβγαλαν το ένα μάτι της καθεμιάς. Κι έτσι τιμωρήθηκαν για την κακία τους και για την ψευτιά τους.

Πηγή

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ

Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια