Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΗΣ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΣ

Από The Stelios Files
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.

1 Εισαγωγή

Η Περσεφόνη και ο Άδης

Στη ελληνική μυθολογία ο κόσμος χωρίζεται σε τρία μέρη, όπου κυριαρχούν τρία παιδιά της Ρέας, ο Δίας, ο Ποσειδώνας και ο Άδης. Ο Άδης ήταν ο θεός του κάτω κόσμου και αυτή είναι η ιστορία της ίδρυσης του βασιλείου των νεκρών, που θα μας ήταν ακατανόητο χωρίς τη βασίλισσά του και συγχρόνως η ιστορία της θεμελίωσης των Ελευσίνιων μυστηρίων. Η παρακάτω διήγηση είναι στη μορφή όπως μας παραδόθηκε από έναν μεγάλο ύμνο κατά το ομηρικό πρότυπο.

2 Η αρπαγή

Ο Άδης άρπαξε την κόρη της Δήμητρας. Του την έδωσε ο Ζεύς χωρίς να το ξέρει η μάνα της. Το κορίτσι έπαιζε με τις κόρες του Ωκεανού και μάζευε λουλούδια στο ανθόσπαρτο λιβάδι: τριαντάφυλλα και κρόκους, μενεξέδες, κρίνους και υάκινθους. Πάρα λίγο θα είχε κόψει το νάρκισσο, ένα αστραφτερό θαύμα πού η θεά Γαία έκαμε να φυτρώσει από πονηριά για χάρη του θεού του κάτω κόσμου, για να ξεπλανέψει το κορίτσι με το μπουμπουκένιο πρόσωπο. Όλοι, θεοί και άνθρωποι, θαύμαζαν βλέποντας το λουλούδι. Από τη ρίζα ξεπετάγονταν εκατό άνθη, γλυκό άρωμα απλωνόταν, και γελούσε ο ουρανός, η γη και τ’ αλμυρό κύμα της θάλασσας. Κατάπληκτο το κορίτσι έπιανε με τα δύο του χέρια εκείνο το μοναδικό λουλούδι σαν να ‘ταν να παιχνίδι κι ένας θησαυρός.

Η γη άνοιξε. Ένας χάος γίνηκε στο Νύσιον πεδίον. Ο κύριος του κάτω κόσμου, ο γιος του Κρόνου, ο θεός με τα πολλά ονόματα ξεπετάχτηκε πάνω μ’ αθάνατα άλογα. Σήκωσε στο χρυσό του άρμα το κορίτσι που αντιστεκόταν και το απήγαγε μέσα στα παραπονεμένα κλάματά του. Με διαπεραστική φωνή φώναζε τον πατέρα της, το γιο του Κρόνου, τον ύψιστο κυρίαρχο. Μα ούτε άνθρωπος ούτε θεός άκουσε τη φωνή της. Καμιά ελιά δεν σάλεψε. Μοναχά η αβρή κόρη του Περσαίου, η θεά με τ’ αστραφτερά στολίδια στο κεφάλι, η Εκάτη, άκουσε την κραυγή στη σπηλιά της, όπως κι o Ήλιος, ο θαυμάσιος γιος του Υπερίωνος. Ο πατέρας βρισκόταν μακριά από τους θεούς, στο πολυσύχναστο ναό του, και δεχόταν τις θυσίες. Η κόρη του εξ αιτίας του πατέρα της απήχθη από το θείο της, αυτόν που παρέχει πολλά σε πολλούς και δέχεται πολλούς επισκέπτες, από το γιο του Κρόνου με τα πολλά ονόματα. Όσο η θεά έβλεπε ακόμα τη γη και τον άστροσπαρτο ουρανό, τη θάλασσα και τον ήλιο, έλπιζε να ξαναδεί τη μάνα της και τους αθανάτους θεούς. Ακόμα είχε ελπίδα μέσα στον πόνο της. Οι βουνοκορφές και τα βάθη της θάλασσας αντιλαλούσαν τον ήχο της αθάνατης φωνής της.

Η Κυρία, η μάνα της, την άκουσε. Βαθύς πόνος της ξέσχισε την καρδιά. Έβγαλε τα στολίδια από τ’ αθάνατα μαλλιά της, έριξε στους ώμους της μαύρο φόρεμα και πέταξε σαν πουλί πάνω από τα νερά και τη γη αναζητώντας το παιδί της.

Κανείς δεν ήθελε να της πει την αλήθεια, μήτε θεός μήτε άνθρωπος. Κανένα πουλί δεν πέταξε να της δώσει σημάδι. Εννιά μέρες περιπλανιόταν η Δήμητρα πάνω στη γη με δυο αναμμένους δαυλούς στο χέρι. Στον πόνο της δεν άγγιξε ούτε αμβροσία ούτε νέκταρ κι ούτε έβρεξε το σώμα της με νερό. Την τρίτη μέρα την συνάντησε η Εκάτη κρατώντας κι αυτή ένα δαυλό στο χέρι. Της έφερε την είδηση: «Δήμητρα, Κυρία, συ που φέρνεις την ωριμότητα και σκορπίζεις πλούσια δώρα, ποιος άρπαξε την Περσεφόνη και πλήγωσε τόσο βαθιά την καρδιά σου; άκουσα τη φωνή του, αλλά δεν είδα ποιος ήταν. Θα σου έλεγα την αλήθεια». Χωρίς να βγάλει λέξη η κόρη της Ρέας πετάξανε μαζί με την Εκάτη, με τους δαυλούς τους αναμμένους, στον Ήλιο, τον κατάσκοπο θεών και ανθρώπων. Στάθηκαν μπροστά στ’ άλογά του. Η μεγάλη θεά ρώτησε για την κόρη της και για 'κείνον που την άρπαξε. Ο γιος του Υπερίωνος έδωσε την έξης απάντηση: «κόρη της Ρέας, Δήμητρα θα το μάθεις αυτό. Σε σέβομαι και συμπονώ μαζί σου για το κορίτσι σου με τα ωραία πόδια. Κανείς άλλος από τους αθάνατους δεν είναι υπεύθυνος πάρα ο Ζευς, που έδωσε το κορίτσι να το κάνει γυναίκα του ο αδελφός του Άδης. Κι αυτός με το άρμα του παρέσυρε με τη βία το κορίτσι στο βασίλειο του σκοταδιού, χωρίς να γνοιάζεται για τα δυνατά κλάματά σου. Αλλά εσύ, θεά, άφησε τους θρήνους. Είναι περιττό να οργίζεσαι έτσι απελπισμένα. Ο αδελφός σου ο Άδης, που τώρα έγινε γαμπρός σου, δεν είναι βεβαία ένας περιφρονημένος θεός. Λατρεύεται από το ένα τρίτο του κόσμου από τον καιρό της μοιρασιάς και κει όπου κατοικεί είναι βασιλιάς».

Η απαγωγή της Περσεφόνης

Αυτά είπε ο ήλιος και τράβηξε πέρα το άρμα του. Τ' άλογα υπακούσανε στη φωνή του και σύρανε σαν γρήγορα πουλιά το άρμα. Πιο μεγάλος και πιο σκληρός πόνος έπεσε πάνω στη θεά. Στο θυμό της ενάντια στο Δια παράτησε την κοινότητα των θέων και τον Όλυμπο και ήρθε στους ανθρώπους, στις πόλεις και στα έργα τους. Για πολύν καιρό άφησε τον εαυτό της να χαλάσει. Κανείς δεν την αναγνώρισε, ούτε άντρας ούτε γυναίκα, ώσπου έφτασε στο παλάτι του έξυπνου Κελεού, πού τότε ήταν βασιλιάς της ευωδιαστής από τις θυσίες Ελευσίνας. Εκάθησε παράμερα στην άκρη του δρόμου, βυθισμένη σε βαθιά θλίψη, πλάι, στο πηγάδι της παρθένου απ' όπου οι άνθρωποι παίρνανε νερό. Εδώ εκάθησε κάτω απ’ τη σκιά μιας ελιάς. Έμοιαζε με γριά πού δεν μπορούσε πια να γεννήσει και να μοιραστεί τα δώρα της θεάς του έρωτος. Έτσι μοιάζουν κι οι παραμάνες των βασιλόπουλων κι οι υπηρέτριες των παλατιών. Εκεί την αντίκρισαν οι κόρες του Κελεού, του βασιλιά της Ελευσίνας, καθώς έρχονταν να πάρουν νερό στα χάλκινα σταμνιά τους για το πατρικό σπίτι. Ήσαν τέσσερεις, όμοιες με θεές, πάνω στην άνθηση τους: η Καλλιδίκη, η Κλεισιδίκη, η Δημώ και η Καλλιθόη, η μεγαλύτερη. Δεν αναγνώρισαν τη θεά - δεν συμβαίνει τόσο εύκολα να δουν οι θνητοί έναν αθάνατο. Τα κορίτσια της μίλησαν: «ποια είσαι, γερόντισσα, κι από που; γιατί άφησες την πατρίδα σου γιατί δεν έρχεσαι στο παλάτι; στους σκιερούς χώρους θα νιώσεις σαν στο σπίτι σου κι αν είσαι γριά θα νιώσεις σαν τις νέες, πού θα σε καλοδεχτούν μ’ έργα και λόγια».

Η θεά τους απάντησε με καλοσύνη και τις προσφώνησε με τις λέξεις: «αγαπητά παιδιά». Τους είπε τ’ όνομά της αντιστρέφοντάς το και τους διηγήθηκε μια φανταστική ιστορία. Τους είπε πως κάτι πειρατές την πήραν χωρίς τη θέληση της από την Κρήτη και τη φέρανε στο μέρος τους. Ενώ οι πειρατές ήσαν αραγμένοι στο Δωρικό κι ετοιμάζανε με τις άλλες γυναίκες στην παράλια το φαγητό, τους ξέφυγε και τώρα δεν ξέρει που βρίσκεται. Παρακάλεσε τα κορίτσια να τη βοηθήσουν και να την πάρουν στο σπίτι τους. Ίσως να υπήρχε κιόλας κάποιο παιδί πού σαν παραμάνα θα μπορούσε να το φροντίζει. Θα ετοίμαζε το κρεβάτι του οικοδεσπότη και της οικοδέσποινας και στις υπόλοιπες γυναίκες του σπιτιού θα δίδασκε τις χειρωνακτικές εργασίες. Η Καλλιδίκη, η ωραιότερη από τα κορίτσια, της αρίθμησε τους κύριους της χώρας: Τριπτόλεμος, Διοκλής, Πολύξεινος, Εύμολπος, Δόλιχος και Κελεός, ο πατέρας τους. Όλοι τους είχαν γυναίκες πού δεν θ’ αρνιόνταν να δεχτούν την απροστάτευτη. Καθένας θα την έπαιρνε με την πρώτη ματιά, τόσο έμοιαζε με θεά. Θα ‘πρεπε όμως η θεά να περιμένει μέχρι που τα τέσσερα κορίτσια να ρωτήσουν τη μητέρα τους Μετάνειρα, μήπως μπορέσει και την κρατήσει στο σπίτι τους την ξένη κι έτσι δεν αναγκαστεί να πάει σ’ άλλο σπίτι. Υπήρχε ένας συμπαθητικός, στερνογέννητος γιος στο παλάτι: όποια θα τον περιποιόταν και θα τον μόρφωνε μέχρι πού να γίνει έφηβος, θα την ζήλευαν οι άλλες, γιατί θα ‘χε βέβαια πλούσια αμοιβή.

Έτσι προσκάλεσαν τη θεά στο σπίτι του Κελεού με την υπόσχεση μεγάλου μισθού. Τα κορίτσια τη συνόδεψαν στο σπίτι. Η Δήμητρα τις ακολουθούσε με σκεπασμένο πρόσωπο, ντυμένη με μακρύ μαύρο φόρεμα, πού κυμάτιζε πίσω από τα λεπτά πόδια της. Μπήκαν στον προθάλαμο του βασιλιά. Εδώ καθόταν η Μετάνειρα, μπροστά στο δώμα της. Στην αγκαλιά της κρατούσε το παιδί, το νέο βλαστάρι του σπιτιού. Τα κορίτσια τρέξανε στη μάνα τους κι η θεά πέρασε το κατώφλι. Το κεφάλι της άγγιζε τη σκεπή. Με το άνοιγμα της πόρτας απλώθηκε θεϊκό φώς. Θειος φόβος, κατάπληξη και τρόμος έπιασε τη βασίλισσα. Σηκώθηκε από το κάθισμα της και ζήτησε από τη θεά να καθίσει. Μα εκείνη δε δέχτηκε, αλλά έμεινε όρθια σωπαίνοντας και με χαμηλωμένα μάτια, ώσπου η έξυπνη υπηρέτρια Ιάμβη της πρόσφερε ένα σκαμνί ρίχνοντας πάνω του μια άσπρη σαν ασημένια προβιά. Πάνω δω εκάθησε η Δήμητρα αφήνοντας το πέπλο της να πέσει από το πρόσωπό της. Καθόταν πολλή ώρα και σε βαθιά περισυλλογή, χωρίς να βγάζει λέξη και χωρίς να σαλεύει. Δε χαμογελούσε, ούτε άγγιζε φαγητό και πιοτό. Καθόταν σ’ αυτή τη θέση κι αναπολούσε λυπημένη την κόρη της, μέχρι πού η ευφυής Ιάμβη με διάφορα αστεία έκαμε τη θεία κύρια να χαμογελάσει. Κατόπιν η θεά άρχισε να γελά κι η ψυχή της βρήκε πάλι την ευθυμία της. η συνετή Ιάμβη ήξερε να την παρηγορεί και αργότερα, όταν η θεά οργιζόταν. Η Μετάνειρα της πρόσφερε να ποτήρι με γλυκό κρασί, αλλά η Δήμητρα δεν το δέχτηκε. Δεν της επιτρεπόταν να πίνει κόκκινο κρασί. Αντίθετα, πρόσταξε ν’ ανακατώσουν κριθάρι με νερό και να το αρτύσουν με δυόσμο. Η βασίλισσα έφτιαξε το μείγμα και η θεά το δέχτηκε. Αυτό πίνουν από τότε οι μυημένοι για τη θεια κάθαρση, γιατί τους απαγορεύεται να πίνουν κρασί.

Τότε η Μετάνειρα άνοιξε το στόμα της. Χαιρέτησε και καλωσόρισε την ξένη. Πίστευε πως έβλεπε στα μάτια της θεάς το βασιλικό αξίωμα, αν και η ξένη βρισκόταν σε δυστυχία, πού έρχεται από τους θεούς όπως και η ευτυχία. Από δω και πέρα η ξένη έπρεπε να αισθάνεται όπως κι αυτή. Της εμπιστεύτηκε το τελευταίο της παιδί, το γιό πού δεν περίμενε πια να γεννηθεί. Αν τον περιποιόταν και τον εκπαίδευε ώσπου να γίνει έφηβος, θα την ζήλευαν οι άλλες γυναίκες και η αμοιβή της θα ήταν πολύ μεγάλη. Δήμητρα, η θεά με το ωραίο στεφάνι, ανάλαβε την περιποίηση του παιδιού και υποσχέθηκε στη μανά του πως δεν θα ήταν κακή παραμάνα, αλλά αντίθετα γνώριζε το μαγικό αντίδοτο ενάντια σ' όλες τις κακές παρενέργειες. Πήρε το Δημοφώντα, το γιό του Κελεού, στο ευωδιαστό στήθος της, αγκαλιάζοντάς τον με τ’ αθάνατα χέρια της. Η Μετάνειρα χάρηκε. Η Δήμητρα περιποιόταν το παιδί στο παλάτι. Αυτό μεγάλωνε σα θεός, χωρίς τροφή και χωρίς πιοτό. Η θεά το μύρωσε με αμβροσία, το φύσηξε με τη γλυκιά αναπνοή της και το κρατούσε στην αγκαλιά της. Κάθε βράδυ έβαζε το παιδί πάνω στη δυνατή φωτιά, σαν πελεκούδι από το όποιο φτιαχνόταν ένα δαδί. Ο γονείς του δεν ξέρανε σχετικά μ’ αυτό. Γι’ αυτούς ήταν να θαύμα το πώς ο γιός τους μεγάλωνε: είχε γίνει σχεδόν σαν τους θεούς. Η Δήμητρα θα τον έκανε αθάνατο, που δεν γερνάει ποτέ, αν η Μετάνειρα, αλόγιστη, δεν κατασκόπευε και δεν είχε δει τί συνέβαινε με το παιδί. Έσκουξε κι από την τρομάρα της χτύπησε τα δυο της χέρια στα πόδια της και ξέσπασε σε δυνατό λυγμό: «Γιέ μου, Δημοφών, η ξένη αφήνει εσένα να χαθείς στη φωτιά κι έμενα να βυθιστώ σε θλίψη!».

Αυτά είπε ολολύζοντας. Η θεά άκουσε τα λόγια της. Η καρδιά της γέμισε οργή ενάντια στη βασίλισσα. Με τ’ αθάνατα χέρια της ακούμπησε το παιδί στο πάτωμα, αφού θυμωμένη το τράβηξε από τη φωτιά, και είπε στη Μετάνειρα: «Άσοφοι είστε σεις οι άνθρωποι. Δεν προβλέπετε ούτε το μελλοντικό καλό ούτε το κακό. Κι εσύ από την αλογιστιά σου έπαθες αθεράπευτο κακό. Ορκίζομαι τον μεγάλο όρκο των θεών στα νερά της Στυγός: αθάνατο, πού θα ‘μενε αιώνια νέος, θα ‘κανα τον αγαπητό σου γιο και θα του εξασφάλιζα παντοτινή λατρεία. Τώρα δεν υπάρχει γι’ αυτόν άλλος τρόπος ν’ αποφύγει το θάνατο. Θα δέχεται όμως αιώνια τιμές, γιατί εκάθησε στα γόνατά μου και κοιμήθηκε στην αγκαλιά μου. Πολλές φορές και σε ορισμένες περιόδους οι γιοι των κατοίκων της Ελευσίνας θα κάνουν πολέμους για να τον τιμήσουν. Εγώ είμαι η Δήμητρα, η κυρά κάθε τιμής, θεότητα της ύψιστης ωφέλειας, που χαρίζει τη μεγαλύτερη χαρά σ’ αθάνατους και σε θνητούς. Σεις κι όλος ο λαός οφείλετε να μου κτίσετε ένα μεγάλο ναό μ' ένα βωμό μπροστά, κάτω στα τείχη της πόλης και κοντά στο πηγάδι με τ’ ωραίο αλώνι του χορού, πάνω στο λόφο πού προεξέχει. Θα σας διδάξω τις ιερές τελετές, για να μου προσφέρετε στο τέλος λατρεία, που παρηγορεί την ψυχή μου».

Αυτά είπε η θεά και πήρε πάλι το αρχικό της μεγαλείο και την αληθινή της μορφή. Δεν ήταν πια μια γριά: την τύλιξε η ομορφιά κι από το ευωδιαστό της φόρεμα απλώθηκε μια αρωματική πνοή. Ως μακριά φώτιζε η λάμψη του αθάνατου σώματος, τα χρυσά μαλλιά πέφτανε πάνω στους ώμους και φως γέμισε το δωμάτιο σαν θαμπωτική αστραπή. Η θεά βγήκε έξω από το παλάτι. Η βασίλισσα σωριάστηκε λιπόθυμη. Πολλή ώρα κειτόταν άφωνη και δεν σκεπτόταν να σηκώσει το παιδί από χάμω. Οι αδελφές του άκουσαν το κλάμα του και πεταχτήκαν από τα κρεβάτια τους. H μιά τους σήκωσε το παιδί και το πήρε στην αγκαλιά της. η άλλη άναψε τη φωτιά. Η τρίτη έτρεξε στη μάνα, τη βοήθησε να σηκωθεί και την πήγε στο δωμάτιό της. Όλες περικύκλωσαν το παιδί, το ‘πλυναν ενώ αυτό σπάραζε και το τύλιξαν μ’ αγάπη. Αυτό ήταν απαρηγόρητο, γιατί τώρα είχε γύρω του χειρότερες παραμάνες. Όλη η νύχτα πέρασε με το να παρακαλούν τη μεγάλη θεά τρέμοντας από φόβο. Τη χαραυγή τα διηγήθηκαν όλα στον πανίσχυρο Κελεό, όπως διέταξε η θεά, η Δήμητρα με τ’ ωραίο στεφάνι. Ο βασιλιάς συγκέντρωσε το λαό του και αξίωσε να χτίσουν στη Δήμητρα ένα ναό κι ένα βωμό πάνω στο λόφο. Ο λαός υπάκουσε αμέσως κι έκαμε όπως διατάχτηκε. Ο ναός υψώθηκε, γιατί ήταν θεϊκό θέλημα.

Όταν το κτίριο ήταν έτοιμο κι οι άνθρωποι είδαν τον καρπό των κόπων τους, τράβηξαν για τα σπίτια τους. Στο ναό έμενε η Δήμητρα, μακριά από τους μακάριους θεούς, και θρηνούσε για την κόρη της. Στη γη πού τρέφει το καθετί έστειλε να φοβερό χρόνο, ένα χρόνο μεγάλης δυστυχίας για τους ανθρώπους. Οι σπόροι δε φύτρωσαν. Η Δήμητρα τους έκαμε να μείνουν κρυμμένοι στο χώμα. Μάταια τα βόδια έσυραν το αλέτρι στα χωράφια, μάταια έπεσε τ’ άσπρο κριθάρι στη γη. Θα κατέστρεφε όλη την ανθρωπότητα με μεγάλη πείνα και οι Ολύμπιοι δεν θα δέχονταν πια λατρεία και θυσίες, αν ο Ζευς δεν προνοούσε να κάνει κάτι. Πρώτα έστειλε την Ίριδα, τη χαριτωμένη θεά με τα χρυσά φτερά, για να καλέσει τη Δήμητρα να επιστρέψει. Η Ίρις υπάκουσε κι έτρεξε στην Ελευσίνα. Βρήκε τη Δήμητρα στο ναό τυλιγμένη με μαύρο φόρεμα. Μάταια όμως την ικέτευε, γιατί η θεά δεν ήθελε ν’ ακούσει. Ο πατήρ έστειλε όλους τους μακάριους θεούς να τη συναντήσουν. Ήρθανε με τη σειρά να κάμουν τη Δήμητρα να επιστρέψει, φέρνοντάς της θαυμάσια δώρα. Κανείς τους όμως δεν μπόρεσε να της αλλάξει την απόφαση. Δεν θα πατούσε το πόδι της στο ευωδιαστό παλάτι του Ολύμπου κι ούτε θα ‘δινε η γη καρπούς, αν δεν έβλεπε πρωτύτερα την κόρη της. Όταν ο Ζεύς τα πληροφορήθηκε αυτά, έστειλε τον Ερμή, το θεό με το χρυσό ραβδί, στο σκοτάδι του κάτω κόσμου, να καλοπιάσει τον Άδη και ν' ανεβάσει στο φως των θεών την Περσεφόνη. Έτσι θα την ξανάβλεπε η μάνα της και θα σταματούσε η οργή της. Ο Ερμής υπάκουσε και πήδησε από τον Όλυμπο κάτω στα υπόγεια βάθη. Εδώ βρήκε τον κύριο ξαπλωμένο στο παλάτι του. Ήταν ξαπλωμένος πάνω στο στρώμα του μαζί με την ντροπαλή σύζυγό του, πού τόσο νοσταλγούσε η μάνα της. Ο Ερμής στάθηκε μπροστά τους και πληροφόρησε τον Άδη, τον κύριο των νεκρών, το θεό με τα μαύρα κατσαρά μαλλιά, ποιος ήταν ο σκοπός του ερχομού του. Ο Άδης χαμογέλασε. Υπάκουσε αμέσως στο Δία και είπε στη γυναίκα του: «Περσεφόνη, ξαναγύρισε στη μάνα σου, στη μαυροντυμένη θεά, πήγαινε με καλή καρδιά και μην είσαι πια έτσι υπερβολικά θλιμμένη. Δεν σου είμαι ανάξιος σύζυγος ανάμεσα στους αθάνατους· είμαι ο κατά σάρκα αδελφός του πατέρα Δια. Θα κυριαρχείς, αν μείνεις εδώ πάντα, πάνω σε όλη τη ζωή και θ' απολαβαίνεις τις μεγαλύτερες τιμές ανάμεσα στους θεούς. Όποιος σε προσβάλλει και δεν σου προσφέρει εξιλαστήρια θυσία, θα τιμωρείται αιώνια γι’ αυτό».

Αυτά είπε ο Άδης. Χαρούμενη πήδησε πάνω η Περσεφόνη. Ο σύζυγος όμως, χωρίς εκείνη να το καταλάβει, της είχε δώσει να φάει ένα γλυκό σπυρί από ρόδι, για να μη μείνει παντοτινά με τη Δήμητρα. Έζεψε τ’ αθάνατα άλογα στη χρυσή άμαξα κι η θεά ανέβηκε. Ο Ερμής οδήγησε το άρμα έξω από το ανάκτορο κρατώντας το χαλινάρι και το μαστίγιο. Πρόθυμα πετούσαν τ’ άλογα και γρήγορα καλύψανε τη μεγάλη απόσταση. Ούτε η θάλασσα και τα ποτάμια, ούτε τα φαράγγια και οι βράχοι κόψανε την ορμή τους: διασχίζανε τον αέρα. Ο Ερμής σταμάτησε εκεί που βρισκόταν η Δήμητρα, μπροστά στον ευωδιαστό ναό της. Μόλις είδε την κόρη της, πετάχτηκε πάνω σαν Βάκχη στο δάσος. Η Περσεφόνη παράτησε το άρμα και πέταξε κοντά στη μάνα της. Κι ενώ η μιά έπεσε στην αγκαλιά της άλλης, η Δήμητρα ρώτησε την κόρη της αν o Άδης της έδινε τροφή. Αν ναι, τότε θα ‘πρεπε το ένα τρίτο του χρόνου να το περνά κάτω από τη γη και μονάχα τα υπόλοιπα δυο τρίτα μπορούσε να τα περνά κοντά στη μάνα της και τους άλλους θνητούς, επιστρέφοντας από τον κάτω κόσμο κάθε άνοιξη.

Η Περσεφόνη διηγήθηκε πώς τη στιγμή που πήδησε από τη χαρά της, γιατί θα ξαναγύριζε στη μάνα της, ο σύζυγος της έβαλε κρυφά στο στόμα ένα σπυρί από ρόδι και την ανάγκασε να το φάει. Διηγήθηκε επίσης τα σχετικά με την αρπάγη της: πως έπαιζε με τις κόρες του Ωκεανού, με την Αθηνά και την Άρτεμη, και μάζευε λουλούδια, όταν ο Άδης όρμησε καταπάνω της. Μάνα και κόρη πέρασαν όλη τη μέρα εκφράζοντας την Αγάπη τους. Ήρθε κι η Εκάτη μ’ αστραφτερά στολίδια στο κεφάλι κι αγκάλιασε μ’ αγάπη την κόρη της θειας Δήμητρας. Από τότε η Εκάτη συνοδεύει υποτακτικά και τις δυό. Ο Ζεύς έστειλε τη Ρέα, τη μάνα του, τη θεά με το μαύρο φόρεμα, σαν αγγελιοφόρο στη Δήμητρα και την Περσεφόνη με σκοπό να τις φέρει κοντά του. Τους υποσχέθηκε κάθε τιμή πού θα επιθυμούσαν και η κόρη θα μπορούσε να περνά τα δυο τρίτα του χρόνου κοντά στη μητέρα της και στους υπόλοιπους αθάνατους. Η Ρέα πήδησε από τον Όλυμπο στο Ράριον πεδίον, πού παλαιότερα ήταν καρποφόρο και τώρα έμενε ξερότοπος, χωρίς έναν πράσινο θάμνο. Το άσπρο κριθάρι δε φύτρωνε πάνω του σύμφωνα με το θέλημα της Δήμητρας, της θεάς με τους ωραίους αστράγαλους. Γρήγορα πάλι, καθώς η άνοιξη προχωρούσε, θα πυκνοσκεπαζόταν με στάχυα. Σ' αυτούς τους αγρούς πρωτοπάτησε η θεά, όταν κατέβηκε από τον ουρανό. Μ’ ευχαρίστηση ειδωθήκανε μάνα και κόρη, η Ρέα και η Δήμητρα. Η μάνα των θεών τους είπε τι ο Ζεύς τους υποσχέθηκε και παρακάλεσε την κόρη της ν’ αφήσει να φυτρώσουν πάλι οι ζωοδότες σπόροι.

Η Δήμητρα υπάκουσε κι έκαμε να βλαστήσουν τα χωράφια με την παχιά γη. Όλη η πλατιά γη σκεπάστηκε με χόρτα κι ανθούς. Κι η θεά πήγε στους βασιλιάδες και τους δίδαξε τις ιερές τελετές και τους μύησε στη μυστηριακή λατρεία, που δεν επιτρέπεται ούτε να την εγκαταλείψουν, ούτε να την ακούσουν, κι ούτε να την πουν: μεγάλος σεβασμός μπροστά στους θεούς κλείνει το στόμα. Μακάριος είναι ο άνθρωπος πάνω στη γη, που φωτίστηκε με τα μυστήρια. Όποιος όμως μείνει αμύητος και αμέτοχος, όταν πεθάνει δε θα χει μερίδιο στην ιδία ευλογία, όντας κάτω στ πνιγηρό σκοτάδι. Όταν η Δήμητρα δίδαξε σ’ όλους τα μυστήρια, οι θεές ξανανέβηκαν στον Όλυμπο, στην κοινότητα των υπολοίπων αθανάτων. Εκεί ζουν τιμημένες κοντά στο Δία. Μακάριος είναι ο άνθρωπος πάνω στη γη, πού τις τιμά. Εύκολα του στέλνουνε το θεό Πλούτο, που σκορπάει στους θνητούς τ’ αγαθά στο παλάτι, στους συντρόφους της ιδίας εστίας.

3 Πηγές

Κ.Κερενυϊ - Η μυθολογία των Ελλήνων