ΒΑΣΑ - ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΠΟΥ ΒΥΘΙΣΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΑΡΘΕΝΙΚΟ ΤΟΥ ΤΑΞΙΔΙ

Από The Stelios Files


διόραμα του ναυαγίου στο Vasa Museet
η πλώρη
η πρύμνη
η πρύμνη-λεπτομέρεια
ξυλόγλυπτο

1 Το ναυάγιο

Στις 10 Αυγούστου 1628 ένα μεγάλο πολεμικό πλοίο ξεκίνησε από το λιμάνι της Στοκχόλμης. Ήταν ολοκαίνουριο και είχε πάρει το όνομα Vasa από το οικόσημο της κυβερνούσας δυναστείας Vasa. Για την επισφράγιση της επίσημης και λαμπερής εκδήλωσης καθέλκυσης του πλοίου, ρίχτηκαν κανονιοβολισμοί από τα πλευρά του πλοίου ως πολεμικός χαιρετισμός.

Το Βάσα προοριζόταν να ανοίξει πανιά με κατεύθυνση προς την Πολωνία, η οποία ήταν ο υπ’ αριθμόν ένα εχθρός της Σουηδίας για πολλά χρόνια. Η Πολωνία είχε κυβερνήτη το Βασιλιά Σιγισμούνδο, ο οποίος ήταν εξάδελφος του Βασιλιά της Σουηδίας (αφού οι πατέρες τους ήταν αδέλφια). Ο Σιγισμούνδος υπήρξε αντιβασιλέας της Σουηδίας, έχασε όμως το αξίωμά του, λόγω του ότι ήταν καθολικός στο θρήσκευμα.

Καθώς το μεγάλο πλοίο προχωρούσε αργά προς την είσοδο του λιμανιού, σηκώθηκε δυνατός άνεμος. Το Bάσα πήρε κλίση, ωστόσο ορθώθηκε και ξαναβρήκε την πορεία του. Μία δεύτερη ριπή ανέμου όμως ανέτρεψε το πλοίο προς τη μία του πλευρά. Το νερό εισχώρησε από τα ανοικτά πυροβολεία. Το Bάσα βυθίστηκε, παίρνοντας μαζί του τουλάχιστον 30 ή ίσως και 50 ζωές ανθρώπων από τα 150 μέλη του πληρώματος.

2 Η ναυπήγηση

Το Bάσα ναυπηγήθηκε στη Στοκχόλμη υπό την επίβλεψη του Ολλανδού Ναυπηγού Henrik Hybertsson και με διαταγή του Γουστάβου Αδόλφου Β’, Βασιλιά της Σουηδίας. Για την ναυπήγηση απασχολήθηκαν συνολικά τετρακόσιοι επαγγελματίες, μαραγκοί, γλύπτες, ζωγράφοι, υαλοτεχνίτες, σιδεράδες και επαγγελματίες τεχνίτες από πολλούς άλλους κλάδους.

Για την κατασκευή του χρειάστηκαν δύο χρόνια περίπου. Το πλοίο είχε τρία κατάρτια για δέκα πανιά, 52 μέτρα ύψος από την κορυφή του καταρτιού έως την καρίνα, 60 μέτρα μήκος από την πρύμνη έως την πλώρη και ζύγιζε 1.200 τόνους. Όταν ολοκληρώθηκε, το Βάσα ήταν ένα από τα δυνατότερα πλοία που κατασκευάστηκαν ποτέ.

Το Βάσα προοριζόταν να βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή των σκαφών του σουηδικού ναυτικού. Ήταν εξοπλισμένο με 64 κανόνια, τα περισσότερα από τα οποία εκτόξευαν βλήματα βάρους 24 λιβρών, δηλαδή βλήματα βαρύτερα από 11 κιλά. Η Σουηδία διέθετε περίπου είκοσι πολεμικά πλοία, ωστόσο κανένα δεν θα είχε τόσο πολλά και τόσο βαριά πολυβόλα όσο το Βάσα.

Τον 17ο αιώνα για την σχεδίαση πλοίων χρησιμοποιούσαν πίνακες διαστασιολόγησης, οι οποίοι, με τα τότε δεδομένα της εποχής εκείνης, είχαν μάλλον καλά αποτελέσματα για το σχεδιασμό των πλοίων. Αρχικά το πλοίο σχεδιάστηκε να έχει μια σειρά από κανόνια, όμως τα σχέδια του Bάσα τροποποιήθηκαν μετά την έναρξη των κατασκευαστικών εργασιών κατόπιν επιθυμίας του Βασιλιά το σκάφος να φέρει δύο σειρές πυροβόλων. Αυτό σήμαινε ότι οι διαστάσεις στις οποίες είχε αποφασιστεί να ναυπηγηθεί το πλοίο, δεν ήταν πλέον οι κατάλληλες και έτσι οι ναυπηγοί προχώρησαν στην κατασκευή ενός πλοίου που είχε σημαντικά υπερυψωμένη υπερδομή, με δύο καταστρώματα – πολυβολεία. Τα ύφαλα του πλοίου γεμίστηκαν με μεγάλες πέτρες, οι οποίες λειτουργούσαν ως έρμα για να διατηρούν το σκάφος επάνω στο νερό. Ωστόσο το κέντρο βάρους παρέμενε ψηλά και οι 120 τόνοι έρματος που κουβαλούσε στα ύφαλα δεν επαρκούσαν.

3 Η αναζήτηση των αιτίων

Η είδηση του ναυαγίου έφτασε στον βασιλιά Γουστάβο Αδόλφο Β’μετά από δύο εβδομάδες που ήταν στην Πρωσία. «Η καταστροφή πρέπει να είναι το αποτέλεσμα ανοησίας και ανεπάρκειας, και οι ένοχοι πρέπει να τιμωρηθούν», έγραψε το Βασιλικό Συμβούλιο της Στοκχόλμης. Τι ακριβώς συνέβη και χάθηκε το πλοίο, δεν προσδιορίστηκε με ακρίβεια από τις έρευνες που πραγματοποίησε το παλάτι, αλλά η έλλειψη ευστάθειας του πλοίου ήταν ένα γεγονός: το ύφαλο τμήμα της γάστρας ήταν πολύ μικρό και το έρμα ανεπαρκές σε σχέση με την με τις διαστάσεις και τον εξοπλισμό. Η ανακριτική επιτροπή κατέληξε πως το πλοίο ήταν καλά χτισμένο, αλλά εσφαλμένες αναλογίες. Μετά το Βάσα, χτίστηκαν πολλά πλοία με δύο ή και τρεις σειρές από κανόνια, έτσι κάτι πρέπει να διδάχθηκαν από την καταστροφή.

4 Η ανέλκυση

Η ανάπτυξη μικροοργανισμών, όπως ένα σκουλήκι που ονομάζεται ναυτική τερηδόνα (teredo navalis), η αυξημένη ποσότητα άλατος στο θαλασσινό νερό, ακόμη και το μικρό βάθος ναυαγίου του πλοίου, αλλά και η αυξημένη θερμοκρασία είναι οι κυριότεροι παράγοντες φθοράς ενός ξύλινου σκάφους. Τα νερά της Βαλτικής είναι κρύα και υφάλμυρα οπότε τέτοιοι μικροοργανισμοί δεν ζουν σε αυτά τα νερά.

Ο Anders Franzén, ιδιωτικός ερευνητής, ξεκίνησε την αναζήτηση του Βάσα στις αρχές του 1950. Από μικρός ένιωθε γοητευμένος από τα ναυάγια που συνέβαιναν στο αρχιπέλαγος της Στοκχόλμης, κοντά στο πατρικό του σπίτι. Ο Anders Franzén εκτίμησε τη σημασία του στοιχείου αυτού για τα πλοία που είχαν βυθιστεί στη Βαλτική και το 1956 ανακάλυψε το Βάσα.

Μετά από αρκετά χρόνια προετοιμασίας και μετά από 333 χρόνια, το Βάσα ανελκύστηκε από το βυθό της θάλασσας στις 24 Απριλίου του 1961.

5 Η συντήρηση

Ένα βυθισμένο σκαρί που έχει παραμείνει κάτω από το νερό για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν μπορεί να παραμείνει χωρίς ειδική φροντίδα. Με το πέρασμα του χρόνου, τα ξύλινα μέρη θα θραύονταν και το σκαρί θα διαλυόταν.

Αρχικά το Bάσα ψεκάστηκε με νερό και στη συνέχεια επιλέχθηκε να χρησιμοποιηθεί σαν συντηρητικό η πολυαιθυλενική γλυκόλη (PEG), ένα προϊόν υδατοδιαλυτό με βάση το κερί, το οποίο ποτίζει το ξύλο απομακρύνοντας το νερό. Ο ψεκασμός του πλοίου με το υλικό αυτό συνεχίστηκε για πολλά χρόνια.

H διατήρηση του πλοίου εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις σταθερές μετεωρολογικές συνθήκες. Όσον καιρό το σκάφος είχε παραμείνει βυθισμένο, τα μεταλλικά του μέρη σκούριασαν, μαυρίζοντας τα τμήματα που είχαν κατασκευαστεί από ξύλο οξιάς. Στο τέλος, το μόνο που κρατούσε δεμένη την κατασκευή ήταν οι ξύλινοι οδηγοί. Τα μολυσμένα στοιχεία μέσα στο νερό οδήγησαν στο σχηματισμό μεγάλων ποσοτήτων θείου, το οποίο διείσδυσε μέσα στο ξύλο. Σήμερα το θείο αντιδρά με το οξυγόνο και οδηγεί στο σχηματισμό θειικού οξέος. Η έρευνα για τη συντήρηση του Βάσα σε βάθος χρόνου συνεχίζεται ακόμη.

6 Πλωτό έργο τέχνης

Τα πολεμικά πλοία του δεκάτου εβδόμου αιώνα δεν ήταν απλώς πολεμικές μηχανές, αλλά πλωτά παλάτια. Όταν βυθίστηκε το Bάσα, ο χρόνος πάγωσε. Αυτό που διασώθηκε το 1961 ήταν ένα άθικτο έργο τέχνης του 17ου αιώνα. Το κάθε ένα από τα χιλιάδες αντικείμενα που ανασύρθηκαν, έχει τη δική του ιστορία. Μεταξύ αυτών βρίσκονται και τα οστά των μελών του πληρώματος, καθώς επίσης και προσωπικά τους αντικείμενα και ο εξοπλισμός του πλοίου.

Μαζί με το Bάσα ανασύρθηκαν 14.000 περίπου ξύλινα αντικείμενα, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και 700 γλυπτά. Η διαδικασία διατήρησης αυτών των αντικειμένων έγινε ξεχωριστά, ενώ στη συνέχεια τα αντικείμενα αυτά τοποθετήθηκαν και πάλι επάνω στο πλοίο, στις αρχικές τους θέσεις. Το όλο έργο έμοιαζε με τη λύση ενός τεράστιου παζλ.

Τα γλυπτά που διασώθηκαν έφεραν ίχνη από επίχρισμα χρυσού και βαφή. Από τις αναλύσεις που έγιναν με σύγχρονες μεθόδους, προκύπτει ότι ήταν βαμμένα με ζωντανά χρώματα επάνω σε κόκκινο φόντο. Τα γλυπτά αυτά αναπαριστούν λιοντάρια, βιβλικούς ήρωες, ρωμαίους αυτοκράτορες, θαλάσσια όντα, αρχαίες ελληνικές θεότητας και πολλά άλλα. Σκοπός τους ήταν να δοξάσουν τον Σουηδό Μονάρχη και να εκφράσουν τη δύναμη, την πνευματική του καλλιέργεια και τις πολιτικές του πεποιθήσεις.

Ανάμεσα στη λάσπη στα ύφαλα του Βάσα, τα συνεργεία διάσωσης βρήκαν τα έξι πανιά τα οποία δεν είχαν ακόμη σηκωθεί κατά την ώρα που συνέβη το ναυάγιο. Είναι τα παλαιότερα πανιά που έχουν διασωθεί σε ολόκληρο τον κόσμο και το οποία πριν από τη συντήρησή τους ήταν τόσο ευαίσθητα, όσο κι ο ιστός μιας αράχνης.

7 Πηγές