ΤΟ ΑΧΥΡΟ, ΤΟ ΚΑΡΒΟΥΝΟ ΚΑΙ ΤΟ ΦΑΣΟΛΙ

Από The Stelios Files
Αναθεώρηση ως προς 13:21, 7 Απριλίου 2019 από τον Admin (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με ''''ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ''' ζούσε σ' ένα χωριό μια φτωχή γριούλα, που είχε μαζέψει μια μερίδα φ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ζούσε σ' ένα χωριό μια φτωχή γριούλα, που είχε μαζέψει μια μερίδα φασόλια κι ετοιμαζόταν να τα μαγειρέψει. Άναψε λοιπόν φωτιά, και για να φουντώσουν οι φλόγες πιο γρήγορα, έριξε μια χούφτα άχυρο. Όταν έβαλε τα φασόλια στο τσουκάλι, ένα ξέφυγε κι έπεσε κατάχαμα. Και κατρακυλώντας έφτασε κοντά σ’ ένα άχυρο, που είχε ξεφύγει απ’ τ’ άλλα κι είχε χωθεί παράμερα. Μετά από λίγο πήδησε κι ένα αναμμένο κάρβουνο απ’ τη φωτιά κι ήρθε και προσγειώθηκε κοντά στ’ άλλα δυο. Το άχυρο έκανε την αρχή και μίλησε και είπε:

-«Πούθε έρχεστε, καλοί μου φίλοι;»

Το κάρβουνο απάντησε:

-«Εγώ, για καλή μου τύχη, ξέφυγα απ’ τη φωτιά. Κι αν δεν πηδούσα μακριά της μ’ όλη μου τη δύναμη, τώρα θα 'χα πεθάνει: θα 'χα καεί και θα 'χα γίνει στάχτη».

Και το φασόλι είπε:

-«Κι εγώ μετά βίας κατάφερα να σώσω τη ζωή μου. Γιατί αν η γριά μ’ έριχνε και μένα στο τσουκάλι, τώρα θα 'χα γίνει σούπα σαν τους συντρόφους μου».

-«Μήπως νομίζετε ότι εμένα με περίμενε καλύτερη τύχη;», ρώτησε το άχυρο. «Η γριά έριξε στη φωτιά όλα μου τ’ αδέρφια ,να γίνουν φλόγες και καπνός. Εξήντα έπιασε μονομιάς και τα ‘στειλε στο θάνατο. Εγώ ευτυχώς ξεγλίστρησα ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα της».

-«Τώρα όμως τι να κάνουμε;» αναρωτήθηκε το κάρβουνο.

-«Εγώ λέω», απάντησε το φασόλι, «να γίνουμε φίλοι. Κι αφού σταθήκαμε κι οι τρεις μας τόσο τυχεροί και γλιτώσαμε απ’ το θάνατο, να μείνουμε μαζί και να φύγουμε για τις ξένες χώρες, μη μας βρει εδώ πέρα και καμιά καινούργια συμφορά».

Η πρόταση άρεσε και στους άλλους δυο και ξεκίνησαν όλοι μαζί για τα ξένα. Στο δρόμο όμως που πήγαιναν, έφτασαν σ’ ένα ποταμάκι. Κι ούτε γέφυρα ούτε γεφυράκι δεν υπήρχε για να περάσουν απέναντι. Το άχυρο όμως σκέφτηκε και είπε:

-«Θα σταθώ εγώ πάνω από το νερό, κι εσείς θα πατήσετε και θα περάσετε από πάνω μου, σαν να 'μουν γέφυρα».

Έτσι κι έγινε και το κάρβουνο, που ήταν όλο ενθουσιασμό και κέφι, προχώρησε πρώτο πάνω στο γεφύρι. Όταν όμως έφθασε στα μισά, κι άκουσε από κάτω τα νερά να τρέχουν, άρχισε να φοβάται: στάθηκε και δεν πήγαινε ούτε μπρος ούτε πίσω. Έτσι όμως πήρε φωτιά το άχυρο, κόπηκε στα δύο κι έπεσε στο νερό. Από πίσω έπεσε και το κάρβουνο, που τσιτσίριξε κι έσβησε στη στιγμή. Το φασόλι τώρα, που δεν είχε τολμήσει να προχωρήσει, προτού να δει τι θα γινόταν, έβαλε τα γέλια και γελούσε τόσο πολύ που έσκασε. Και θα πήγαινε κι αυτό χαμένο, αν δεν το 'βλεπε ένας ραφτάκος περαστικός, που είχε σταθεί κοντά στο ποταμάκι για να ξεκουραστεί. Κι επειδή είχε καλή καρδιά, έβγαλε το βελόνι και την κλωστή του και το 'ραψε. Το φασόλι τον ευχαρίστησε θερμά. Ο ραφτάκος όμως το 'χε μαντάρει με μαύρη κλωστή, κι από τότε όλα τα φασόλια έχουν μια μαύρη ραφούλα στο πλάι τους.

Πηγή

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ

Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια