Ο ΚΟΥΤΣΟΚΑΛΙΓΕΡΗΣ

Από The Stelios Files
Αναθεώρηση ως προς 02:12, 5 Μαΐου 2019 από τον Admin (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με ''''ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ''' ήταν ένας φτωχός μυλωνάς, που είχε μια κόρη πανέμορφη. Έτυχε λοιπό...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας φτωχός μυλωνάς, που είχε μια κόρη πανέμορφη. Έτυχε λοιπόν και συνάντησε το βασιλιά, και για να κοκορευτεί, του είπε:

-«Έχω μια θυγατέρα που γνέθει το άχυρο και βγαίνει χρυσάφι απ’ τα χέρια της».

Ο βασιλιάς τότε είπε στο μυλωνά:

-«Σπουδαία τέχνη κατέχει η θυγατέρα σου. Αν είναι έτσι όπως τα λες, φέρ’ τη μου αύριο στο παλάτι, να τη δοκιμάσω». Όταν λοιπόν τού 'φεραν την κοπέλα στο παλάτι, την πήγε σ’ ένα δωμάτιο που ήταν γεμάτο ως το ταβάνι με άχυρο της έδωσε αδράχτι κι ανέμη και της είπε:

-«Στρώσου τώρα στη δουλειά. Κι αν δεν έχεις τελειώσει ως αύριο το πρωί όλο τούτο το άχυρο και να το 'χεις κάνει χρυσάφι, θα πεθάνεις». Και μ αυτά τα λόγια έκλεισε και κλειδαμπάρωσε την πόρτα με τα ίδια του τα χέρια. Κι η δύστυχη κοπέλα απόμεινε μονάχη της.

Κάθισε λοιπόν η κακομοίρα η θυγατέρα του μυλωνά κι έκλαιγε τη μοίρα της και δεν μπορούσε να σκαρφιστεί κανέναν τρόπο για να σώσει τη ζωή της: γιατί δεν είχε ιδέα πώς μπορεί κανείς να γνέσει το άχυρο και να το κάνει χρυσάφι. Κι έτσι καθόταν κι έκλαιγε, ώσπου απελπίστηκε. Ξάφνου άνοιξε η πόρτα, ένα αλλόκοτο ανθρωπάκι μπήκε μέσα και είπε:

-«Καλησπέρα, αφέντρα μυλωνού. Γιατί κλαις κι όλο παραπονιέσαι;»

-«Αχ», αναστέναξε το κορίτσι. «Μ’ έβαλαν εδώ να γνέσω το άχυρο και να κάνω χρυσάφι. Κι εγώ δεν ξέρω πώς να τα καταφέρω». Το ανθρωπάκι τότε τη ρώτησε:

-«Τι μου δίνεις να το κάνω εγώ για σένα;»

-«Το χρυσό μου το περιδέραιο!», αποκρίθηκε η θυγατέρα του μυλωνά. Πήρε τότε το ανθρωπάκι το περιδέραιο, κάθισε μπροστά στο ροδάνι και τσούκου, τσούκου, τσούκου, το γύρισε τρεις φορές κι η ανέμη γέμισε χρυσοκλωστή. Πέρασε άλλο καρούλι και τσούκου, τσούκου, τσούκου, γέμισε κι αυτό. Κι έτσι συνέχισε ως την αυγή. Κι όταν ξημέρωσε, όλο το άχυρο είχε τελειώσει κι είχε γίνει χρυσάφι. Δεν άργησε να 'ρθει κι ο βασιλιάς. Είδε το χρυσάφι και θαύμασε και χάρηκε, αλλά μέσα στην καρδιά του κεντρίστηκε ακόμα περισσότερο η απληστία. Και πρόσταξε να οδηγήσουν την κόρη του μυλωνά σ’ ένα άλλο δωμάτιο, πολύ μεγαλύτερο απ’ το πρώτο. Κι ήταν κι αυτό γεμάτο άχυρο και την πρόσταξε να το γνέσει χρυσάφι, αν αγαπούσε τη ζωή της. Το κορίτσι δεν ήξερε τι να κάνει κι άρχισε πάλι να κλαίει. Άνοιξε τότε ξανά η πόρτα και παρουσιάστηκε μπροστά της το ίδιο ανθρωπάκι.

-«Τι μου δίνεις να το κάνω εγώ για σένα;», ρώτησε.

-«Το χρυσό μου το δαχτυλίδι!», αποκρίθηκε η κοπέλα. Το αλλόκοτο ανθρωπάκι πήρε το δαχτυλίδι της μυλωνοπούλας και τσούκου, τσούκου, έγνεσε όλο το άχυρο ως την αυγή και το 'κανε χρυσάφι. Ο βασιλιάς πέταξε απ’ τη χαρά του όταν το είδε. Αλλά η καρδιά του δεν είχε ακόμα χορτάσει. Οδήγησε την κοπέλα σε ένα δωμάτιο ακόμα πιο μεγάλο, γεμάτο άχυρο κι αυτό, και της είπε:

-«Ως αύριο το πρωί πρέπει να το γνέσεις κι αυτό και να το κάνεις χρυσάφι. Κι αν τα καταφέρεις, θα σε πάρω γυναίκα μου». Και με το νου του είπε: «Τι κι αν είναι θυγατέρα ενός φτωχού μυλωνά; Πλουσιότερη γυναίκα δεν θα βρω σ’ ολόκληρη την οικουμένη!»

Μόλις το κορίτσι έμεινε μονάχο του, το ανθρωπάκι παρουσιάστηκε ξανά και τη ρώτησε:

-«Τι μου δίνεις αν το κάνω εγώ για σένα και τούτη τη φορά;»

-«Δεν έχω πια τίποτα να σου δώσω!», αποκρίθηκε το κορίτσι.

-«Τάξε μου τότε το πρώτο σου παιδί, τώρα που θα παντρευτείς και θα γίνεις βασίλισσα!»

-«Ποιος ξέρει πώς θα 'ρθουν τα πράγματα!», είπε με το νου της η θυγατέρα του μυλωνά και μην έχοντας άλλο δρόμο, έταξε στον αλλόκοτο βοηθό της το πρώτο της παιδί. Κι εκείνος κάθισε, τσούκου, τσούκου, κι έγνεσε όλο το άχυρο και το 'κανε χρυσάφι. Το πρωί ήρθε ο βασιλιάς, τα βρήκε όλα όπως τα είχε ζητήσει και την παντρεύτηκε. Κι η όμορφη μυλωνοπούλα έγινε βασίλισσα.

Ένας χρόνος πέρασε κι έφερε στον κόσμο ένα όμορφο παιδί κι ούτε που θυμόταν την υπόσχεση που είχε δώσει στον αλλόκοτο ανθρωπάκο που την είχε βοηθήσει την ώρα της ανάγκης της. Εκείνος όμως παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά της και της είπε:

-«Δώσε μου τώρα αυτό που μού 'ταξες!»

Η βασίλισσα τα 'χασε και του ζήτησε να της αφήσει το παιδί της κι ας έπαιρνε όλα τα πλούτη του βασιλείου. Αυτός όμως δεν δέχτηκε:

-«Όχι», είπε. «Προτιμώ ένα ζωντανό παιδάκι. Καλύτερα αυτό παρά όλοι οι θησαυροί του κόσμου». Η βασίλισσα τότε άρχισε να κλαίει και να χτυπιέται κι ήταν τόσο αξιοθρήνητη που το ανθρωπάκι τη λυπήθηκε και είπε:

«Θα σου αφήσω τρεις μέρες διορία. Αν ως τότε έχεις καταφέρει να μάθεις τ’ όνομα μου, τότε μπορείς να κρατήσεις το παιδί σου».

Έσπασε το κεφάλι της όλη νύχτα η βασίλισσα να το βρει. Θυμήθηκε όλα τα ονόματα που είχε ακούσει στη ζωή της. Έστειλε τον άνθρωπο της σ’ όλη την πολιτεία να μάθει ποια άλλα ονόματα υπήρχαν. Και την άλλη μέρα, που ήρθε το ανθρωπάκι, άρχισε να του λέει όλα τα ονόματα που ήξερε: Κάσπαρ, Μελχιώρ και Βαλτάσαρ κι όλα με τη σειρά, όσα υπήρχαν. Αλλά σ’ όλα το ανθρωπάκι πηδούσε ψηλά καταχαρούμενο και φώναζε:

-«Όχι, δεν με λένε έτσι!» Την άλλη μέρα πήγε και ρώτησε σ' όλη τη γειτονιά και το βράδυ είπε στο ανθρωπάκι τα πιο περίεργα και τα πιο ασυνήθιστα ονόματα που είχε ακούσει:

-«Μήπως σε λένε Κατσικοπόδαρο ή Κουτσοπόδη ή Καμπουροραγισμένο;» Εκείνο όμως αποκρινόταν πάντα:

-«Όχι, δεν με λένε έτσι!»

Την τρίτη μέρα γύρισε ο απεσταλμένος της και της είπε:

-«Δεν μπόρεσα να βρω ούτε ένα καινούργιο όνομα. Αλλά καθώς ανέβαινα σ’ ένα βουνό, σε μια λαγκαδιά έρημη, όπου οι αλεπούδες λένε καληνύχτα στους λαγούς, είδα ένα μικρό σπιτάκι. Φωτιά ήταν αναμμένη εκεί μπροστά κι ένα ανθρωπάκι χοροπηδούσε γύρω - γύρω στο ένα πόδι και τραγουδούσε:

-«Σήμερα θ' ανάψω κι αύριο θα ψήσω. Μεθαύριο το βασιλόπουλο θα πάω να ζητήσω. Αχ, τι καλά που κανείς δεν το ξέρει ότι με λένε Κουτσοκαλιγέρη!»

Φαντάζεστε τη χαρά της βασίλισσας όταν τ’ άκουσε. Μετά από λίγο ήρθε στην κάμαρη της το ανθρωπάκι και τη ρώτησε:

-«Λοιπόν, βασίλισσα μου, κατάφερες να μάθεις τ’ όνομα μου;»

Κι εκείνη άρχισε:

-«Μήπως σε λένε Αυγέρη;»

-«Όχι».

-«Μήπως σε λένε Κωνσταντίνο;»

-«Όχι».

-«Ε, τότε δεν μπορεί σε λένε Κουτσοκαλιγέρη!»

-«Ο Διάβολος ο ίδιος ήρθε και στο μαρτύρησε! Ο Διάβολος ο ίδιος ήρθε και στο μαρτύρησε!», άρχισε να ουρλιάζει θυμωμένο το ανθρωπάκι. Κι απ’ το θυμό του άρχισε να κοπανάει τόσο δυνατά το δεξί του πόδι στο πάτωμα που στο τέλος χώθηκε μέσα στο κορμί του και δεν φαινόταν πια. Άρπαξε τότε το αριστερό του πόδι με τα ίδια του τα χέρια κι έκοψε το κορμί του στα δυο απ’ το κακό του.

Πηγή

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ

Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια